Κύπρος , Ενωτική Πολιτική


Κύπρος

Ο όρος ένωσις εκφράζει τη μακρόχρονη αγωνιστική προσπάθεια των Ελλήνων Κυπρίων να εντάξουν το νησί τους στο ελληνικό κράτος, έτσι ώστε να αποτελέσει τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα εξελίχτηκε σε ιδανικό με το οποίο ανατράφηκαν γενεές Ελλήνων Κυπρίων και για το οποίο έγιναν σκληροί αγώνες. Η λέξη ένωσις υπήρξε για πολλά χρόνια η επισήμανση και κατάδειξη του σκοπού, αποτέλεσε το κυριότερο πολιτικό σύνθημα των Ελλήνων Κυπρίων και χρησιμοποιήθηκε τόσο πλατιά και τόσο επίμονα, ώστε πολιτογραφήθηκε πια ως διεθνής όρος: enosis.

Γενικά: Αν και η χρήση του όρου ένωσις έγινε και από άλλα υπόδουλα τμήματα του Ελληνισμού για να εκφράσει ακριβώς το ίδιο αίτημα (όπως για παράδειγμα την απαίτηση και τους αγώνες της Κρήτης για ενσωμάτωσή της στον ελληνικό εθνικό κορμό), ο όρος έγινε διεθνώς γνωστός εξαιτίας της μακρόχρονης και συνεχούς χρησιμοποίησης του από τους Έλληνες Κυπρίους, με τρόπο αδιάλλακτο και ιδιαίτερα πείσμονα και με αγώνες που πέρασαν από πολλά δραματικά στάδια. Το ενωτικό αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων (σε αντίθεση με εκείνο της Κρήτης, της Δωδεκανήσου, της Επτανήσου) δεν έχει πραγματοποιηθεί, αν και οι ποικίλες και έντονες προσπάθειες υπέρ αυτού και οι αιώνες εκτείνονται σε μια χρονική περίοδο 150 περίπου χρόνων.

Τα διάφορα στάδια από τα οποία πέρασε ο ενωτικός αγώνας των Ελλήνων Κυπρίων όλα τα χρόνια από τη σύσταση του ελεύθερου ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα, περιλαμβάνουν εκκλήσεις, αιτήσεις, απαιτήσεις, ειρηνικά διαβήματα, διεθνείς σταυροφορίες, προσφυγές στα Ηνωμένα Έθνη, μαζικές κινητοποιήσεις, χιλιάδες συλλαλητήρια, παθητική αντίσταση, διπλωματικές αποστολές, δημοψηφίσματα, πλήθος παρασκηνιακές ζυμώσεις σε διάφορα επίπεδα, παναπεργίες, μαχητικές εκδηλώσεις και μια 4ετή ένοπλη επανάσταση.

Η γένεση του ενωτικού αιτήματος: Πριν από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης (1821) δεν υπήρχε τυπικό ζήτημα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα αφού δεν υπήρχε ελληνικό κράτος. Υπήρχαν, ωστόσο, οι πανάρχαιοι φυλετικοί δεσμοί που εκφράζονται και αποδείχνονται με πολλούς τρόπους (γλώσσα, ήθη έθιμα, παραδόσεις κλπ. ). Μέχρι πριν τη σύσταση του ελεύθερου ελληνικού κράτους, και κυρίως κατά τους προηγούμενους αιώνες, οι προσπάθειες των Κυπρίων στρέφονταν προς μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης από τις οποίες ζητιόταν η ανάληψη δράσης για απελευθέρωση του νησιού από τον οθωμανικό ζυγό, έστω και με απόδοση, ακόμη, του νησιού στις δυνάμεις αυτές. Είναι φανερά ότι ζητιόταν έστω και η υποδούλωση της Κύπρου σε κάποια χριστιανική ευρωπαϊκή δύναμη (όπως για παράδειγμα, την Ισπανία) προκειμένου να τερματιζόταν η υποδούλωση στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, το 1821, άρχισαν και οι πρώτες κυπριακές προσπάθειες να ακολουθήσει το νησί τη μοίρα και να διαμοιραστεί την τύχη του αναγεννημένου Ελληνισμού. Από τις παραμονές της επανάστασης καταβλήθηκαν προσπάθειες να εξεγερθεί και η Κύπρος, που όμως δεν καρποφόρησαν.

Η κατά διάφορους τρόπους ανάμειξη και συμβολή της Κύπρου στην ελληνική επανάσταση και ιδίως η συμμετοχή στις πολεμικές συγκρούσεις πολλών Ελλήνων Κυπρίων, αποδεικνύει ότι οι Κύπριοι συνειδητά θεωρούσαν τους εαυτούς τους και το νησί τους τμήμα του Έθνους. Ήταν λοιπόν φυσικό να επιζητηθεί πια και η τυπική σύνδεση με το Έθνος, δηλαδή η ένωσις.

Αν και η λέξη ένωσις δε χρησιμοποιήθηκε από την αρχή ως όρος που εκφράζει αυτή τη σύνδεση, ωστόσο το αίτημα τέθηκε κατά διάφορους αλλά σαφείς φραστικούς όρους. Έτσι, μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτη ενωτική εκδήλωση Ελλήνων Κυπρίων η διακήρυξη που εκδόθηκε στη Ρώμη στις 6.12.1821 από ιεράρχες και προκρίτους που είχαν διαφύγει από το νησί και σωθεί από τις εκτεταμένες σφαγές του Ιούλη του ίδιου χρόνου. Τη διακήρυξη υπέγραψαν οι κατά θεία βοήθειαν εν Ευρώπη διασωθέντες Κύπριοι, οι του ιερού κλήρου

ο Τριμυθούντος Σπυρίδων, ο του αοιδίμου αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού Ιωαννίκιος έξαρχος, ο του αοιδίμου ιερομάρτυρος Κύπρου αρχιμανδρίτης Θεόφιλος (Θησεύς), οι του λαού και ευγενίας Χατζή Λουής επιστάτης και επίτροπος Αλινιωτίσσης Χατζή Πέτρος, του ποτέ Οικονόμου Κυθέρειας Γιαννάκης Μονόχειρ πρώην κοτζάμπασης, Χριστόδουλος Κτωρίδης, Λαρνακιώτης Κωνσταντίνος, Γεωργιάδης, Λευκωσιάτης, Δαυίδ Ανδρεάδης εκ Λεμεσού , ο ταξίαρχος Μιχάλης Μακρυδιάκης.

Μεταξύ άλλων, η διακήρυξη αυτή αναφέρει: "... συμφώνως με τους λοιπούς αδελφούς ημών Έλληνες θέλομεν προσπαθήσει δια την ελευθερίαν της ειρηνικής ημών, πάλαι μεν μακαρίας, ήδη δε τρισαθλίας νήσου Κύπρου..."

Παράλληλα άρχισαν και οι προσπάθειες απελευθέρωσης της Κύπρου, που καταβλήθηκαν κατά την επόμενη 7ετία τόσο στην Ευρώπη (και ιδίως στο Λονδίνο) όσο και στην ίδια την επαναστατημένη Ελλάδα από Κυπρίους που έμεναν ή κατέφυγαν εκεί (για τις προσπάθειες αυτές βλέπε λεπτομέρειες στο σχετικό κεφάλαιο που έχει προηγηθεί).

Ανάμεσα στις πλείστες εκκλήσεις Κυπρίων προς τους αρχηγούς των Ελλήνων για βοήθεια προς απελευθέρωση της Κύπρου, αρκετές είναι πραγματικά δραματικά ντοκουμέντα, όπως το κείμενο επιστολής του Κυπρίου αγωνιστή Κυπριανού Θησέα που έστειλε στις 5.10.1821 προς τους δημογέροντες της Ύδρας, ζητώντας τους οικονομική ενίσχυση με σκοπό την αγορά οπλισμού για τον κυπριακό αγώνα: "... Η πατρίς μου, αδελφοί, είναι η Κύπρος, και αύτη νήσος της Ελλάδος. Ανεκδιήγητα είναι τα δεινά και αι τυραννίαι, όσας υποφέρει από τους εχθρούς βαρβάρους η δυστυχής αύτη νήσος... σεις δε, αδελφοί, ευσπλαχνιζόμενοι, αξιώσατέ με νυν την ποσότηταν ταύτην, την οποίαν θέλω μεταχειρισθήν εις αγοράν πυροβόλων, οργάνων και άλλων χρησίμων εις παρομοίαν εκστρατείαν..."

Μια από τις πρώτες νύξεις για ένωση της Κύπρου με το ελληνικό κράτος που άρχιζε να δημιουργείται, συναντούμε σε έγγραφο υπόμνημα της 5.1.1824, που υποβλήθηκε στη Βουλή και τη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής από κατοίκους της Βοστώνης, που αναφέρουν ότι αισθάνονται βαθύ ενδιαφέρον δια την πολιτικήν κατάστασιν του λαού της Ελλάδος. Ορμώμενοι από μια δήλωση του τότε προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζέιμς Μονρόε, ότι υπάρχει βάσιμος λόγος να πιστεύεται ότι η Ελλάς θα καταστεί και πάλιν ανεξάρτητον έθνος, Αμερικανοί πολίτες της Βοστώνης απευθύνθηκαν προς τη Βουλή και τη Γερουσία της χώρας τους και, μεταξύ άλλων, έγραφαν:....Είναι εντελώς προφανές, ότι η δημιουργία ενός νέου ελευθέρου κράτους στην Μεσόγειο, αποτελούμενου όχι μόνον από τις ακτές της Νοτίου Ελλάδος αλλά και από τα νησιά, ιδιαίτερα δε την Κρήτη και την Κύπρο, θα αποτελούσε μια ισχυρή αναχαίτιση κατά των βαρβαρικών χωρών των εξαρτωμένων από την Υψηλή Πύλη... θα διευκόλυνε και αυτή τούτη την εμπορική επιχειρηματικότητα σ' εκείνες τις θάλασσες...

Τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 1825, και ενώ στην ίδια την Ελλάδα ο απελευθερωτικός πόλεμος δεν είχε τερματιστεί, παρατηρείται το φαινόμενο αποστολής Κυπρίων αντιπροσώπων στις ελληνικές εθνοσυνελεύσεις. Η ενέργεια αυτή είναι σημαντική, και πρέπει να υπογραμμιστεί ότι θεωρήθηκε τότε πολύ φυσική η μετάβαση και συμμετοχή Κυπρίων αντιπροσώπων σε εθνοσυνελεύσεις, όπως φυσική θεωρήθηκε και η από τη μεριά των Ελλήνων αποδοχή τους. Τούτο σημαίνει ότι οι Κύπριοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τμήμα του Έθνους και σαν τέτοιοι αντιμετωπίζονταν από τους λοιπούς εκπροσώπους του Έθνους.

Μόλις το νέο ελληνικό κράτος άρχισε να σταθεροποιείται και να αποκτά αυτοπεποίθηση (ιδιαίτερα μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (8/20.10.1827) κατά την οποία γνώρισε τη συντριβή ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος και εξαιτίας της οποίας οι Τούρκοι της Κύπρου προκάλεσαν εκδικητικές σφαγές Ελλήνων στο νησί), τα αιτήματα των Κυπρίων για ελληνική βοήθεια έγιναν περισσότερο επίσημα και απευθύνονταν προς τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας ήταν ο παραλήπτης διαφόρων δραματικότατων εκκλήσεων των Ελλήνων της Κύπρου που, μεταξύ άλλων, του έγραφαν με πολλή αγωνία ότι: ήδη ενώ ηλπίζομεν να αράξωμεν εις τον Ελληνικόν κόλπον, κινδυνεύομεν εις ναυάγιον τρομερόν...

Το παραπάνω απόσπασμα, που σαφώς αναφέρεται στον πόθο για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, περιέχεται σε επιστολή που στάλθηκε στον Καποδίστρια με ημερομηνία 19.8.1828, την οποία υπογράφουν: ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Πανάρετος, οι μητροπολίτες Πάφου Χαρίτων, Κιτίου Λεόντιος και Κυρηνείας Χαραλάμπης, ο έξαρχος Κιτίου Χρύσανθος, ο αρχιμανδρίτης Κύριλλος και οι λαϊκοί Α. Σολομονίδης, Χρ. Απέγιτος, Γ. Λαπιέρ, Δ. Θεμιστοκλής, Λ. Κραμβής, Ν. Κεφαλάς και Π. Βαλσαμάκης. Η επιστολή μεταφέρθηκε στον Καποδίστρια από τρεις Κυπρίους απεσταλμένους, το γνωστό αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης Χαράλαμπο Μάλη, το γιατρό Παύλο Βαλσαμάκη και το Δημήτριο Φραγκούδη, οι οποίοι ήταν και εξουσιοδοτημένοι να εκτραγωδήσουν τας ακοάς της εξοχότητός Σου εκ μέρους μας στοματικώς τα δεινά του πάσχοντος κοινού μας... Στην ίδια επιστολή γίνεται λόγος και για την προσπάθεια του 1825, οπότε τον Οκτώβρη οι Κύπριοι ιεράρχες είχαν κληθεί από την ελληνική διοίκηση να βοηθήσουν στην προετοιμαζόμενη εκστρατεία στο Λίβανο, που θα έπρεπε να ανέμεναν ότι θα είχε ευεργετικές επιπτώσεις και για την Κύπρο, και που ωστόσο απέτυχε παταγωδώς όταν αναλήφθηκε ανεπίσημα από μερικούς οπλαρχηγούς. Αναφέρεται στην επιστολή η απογοήτευση των Κυπρίων που εις το έτος 1825 κατά Οκτώβριον είδομεν εκείθεν ακτίνα φωτός... και επράξαμεν τα πρέποντα...

Άλλη χαρακτηριστική επιστολή που στάλθηκε στον Καποδίστρια, με ημερομηνία 19.8.1828, ήταν εκείνη του εξωμότη Κυπρίου προκρίτου Ανδρέα Σολομονίδη (Χουρσίτ αγά) που μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η ίδια η Κύπρος υψώσασα χείρας και με δάκρυα εξαιτούσα το έλεος του Θεού δοκιμάζει εκ νέου την τύχη της κρούει και ζητή δια να εύρη ανοικτάς αγκάλας... Ο Σολομονίδης είναι ο ίδιος που υπογράφει πρώτος από τους λαϊκούς και την επιστολή προς τον Καποδίστρια, των ιεραρχών και των προκρίτων.

Ο ίδιος ο Καποδίστριας, που με πάρα πολλές δυσκολίες κατόρθωσε να προβάλει κάποιες απαιτήσεις για συμπερίληψη της Κρήτης μέσα στα όρια της Ελλάδας (που όμως δεν το κατόρθωσε), ήταν εντελώς αδύναμος να προβάλλει ανάλογες αξιώσεις ελληνικές και για την Κύπρο. Ωστόσο ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας θεωρούσε και την Κύπρο ελληνική.

Τον Οκτώβρη του 1827, στο Παρίσι, απαντώντας σε ερωτήσεις του Άγγλου Wilmot-Horton, του αγγλικού υπουργείου των Εξωτερικών, στη συγκεκριμένη ερώτηση: Ποία όρια εκτάσεως χωρογραφικής αξιοί η Ελλάς; απάντησε: Τα όρια ταύτα από του 1821 καθορίζονται υπό του αίματος του εκχυθέντος εις τα σφαγεία των Κυδωνίτων, της Κύπρου, της Χίου, της Κρήτης, των Ψαρών και του Μεσολογγίου και εις τους πολλούς κατά γην και κατά θάλασσαν αγώνας, δια των οποίων εδοξάσθη το ανδρείον τούτο έθνος...

Στη συνδιάσκεψη του Πόρου εξάλλου (Αύγουστος του 1828), οπότε οι εκπρόσωποι των τριών "προστάτιδων δυνάμεων" (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) απηύθυναν προς τον Καποδίστρια τα 28 ερωτήματά τους, ο τελευταίος, απαντώντας στο πρώτο ερώτημα που αναφερόταν στον πληθυσμό των ηπειρωτικών τμημάτων και των νησιών της Ελλάδας, είπε και τούτα:...Όσον δε περί των νήσων, και η ιστορία και τα μνημεία της αρχαιότητος, όλα εν ενί λόγω επιμαρτυρούσιν ότι η Ρόδος, η Κύπρος και τόσαι άλλαι ακόμη (νήσοι) είναι της Ελλάδος διαμελίσματα. Αλλ' η ενεστώσα προσωρινή Κυβέρνησις, ακολουθούσα τας αποφάσεις των τριών Εθνικών Συνελεύσεων, χρεωστεί να θεωρήση ως συγκροτούσας την Ελλάδα όλας τας επαρχίας αίτινες ήσαν και είναι εισέτι υπό την Τουρκικήν εξουσίαν, εκίνησαν δε τα όπλα κατά το 1821, ή μετά ταύτα, και έχουσι το πλείστον μέρος των κατοίκων επαγγελλόμενον την Χριστιανκήν θρησκείαν και λαλούν την Ελληνικήν Γλώσσαν...

Στη συνέχεια (ερώτημα 6ον) ο Καποδίστριας πρόβαλλε ελληνικές αξιώσεις πάνω στην Κρήτη, όχι όμως και πάνω στην Κύπρο, η οποία δεν μπόρεσε να κινήσει τα όπλα.

Από έγγραφο της 8.11.1829, που αποτελεί αναφορά του Βρετανού αντιπρέσβη Edward Dawkins από το Άργος προς τον προϊστάμενό του στο Λονδίνο λόρδο Aberdeen, προκύπτει ότι τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 1829 γίνονταν κυπριακά διαβήματα προς τον Καποδίστρια. Το έγγραφο αυτό αναφέρει ότι διμελής κυπριακή αποστολή βρισκόταν στην Ελλάδα προσπαθώντας να συναντήσει τον Καποδίστρια.

Τα μετά τον Καποδίστρια, μέχρι και την Αγγλοκρατία (1831-1878): Ο Ιωάννης Καποδίστριας που αναφέρεται ότι είχε και κυπριακή καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του Αδαμαντίνης (το γένος Γονέμη που αποτελούσε γνωστή μεσαιωνική οικογένεια της Κύπρου), δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο στις 9.10.1831. Η κατάσταση όπως διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά το θάνατό του και με την τοποθέτηση επικεφαλής του ελληνικού κράτους ενός ξένου βασιλιά, του Όθωνα, δεν ήταν πια πρόσφορη για περισσότερα κυπριακά διαβήματα. Ούτε και φαίνεται να είχε η Ελλάδα οποιαδήποτε, άμεση τουλάχιστον, ανάμειξη στα τρία επαναστατικά κινήματα που έγιναν στην Κύπρο κατά το 1833 αν και τα δύο τουλάχιστον από αυτά (εκείνο του Νικολάου Θησέα και εκείνο του Καρπασίτη καλόγερου Ιωαννίκιου Λαζίμανου) ήταν ως ένα μεγάλο βαθμό εμπνευσμένα από την ίδια την ελληνική επανάσταση.

Τα επαναστατικά κινήματα του 1833 δεν φαίνεται να ήταν καθαρά εθνικιστικά, αν και οι πρωτεργάτες των δύο από αυτά, ο Θησέας και ο Ιωαννίκιος (αποδεδειγμένα ο πρώτος), είχαν αγωνιστεί και στην Ελλάδα, πολεμώντας κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Τα κινήματά τους υποκινήθηκαν ως ένα βαθμό (όπως εξάλλου καταγγέλλει και ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος που τάχθηκε ενάντια σε αυτά) από τους Ευρωπαίους. Το τρίτο κίνημα, εκείνο του Λινοβάμβακου Γκιαούρ Ιμάμη στην επαρχία Πάφου, είχε υποστηριχθεί από τον τύραννο της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι ο οποίος είχε παράλληλα προβάλλει αξιώσεις πάνω στην Κύπρο και την Κρήτη.

Τα τρία κινήματα, στα οποία μετείχαν και Τούρκοι και Λινοβάμβακοι,(Κρυπτοχριστιανοί) είχαν και χαρακτήρα κοινωνικό, όπως και πολλά άλλα που προηγήθηκαν. Μετά την αποτυχία και των τριών κινημάτων, και τις νέες σφαγές που τα ακολούθησαν, στα επόμενα χρόνια δε σημειώθηκε έντονη δραστηριότητα των Ελλήνων του νησιού για την ένωσή του με την Ελλάδα. Το θέμα της ένωσης επανήρθε και εντάθηκε μετά την κατάληψη της Κύπρου από τους Άγγλους. Την νέα - και χριστιανική - κρατούσα δύναμη, την Αγγλία, οι Έλληνες Κύπριοι την είδαν ως ένα ενδιάμεσο σταθμό στην πορεία τους να αράξουν εις τον Ελληνικόν κόλπον όπως ο αρχιεπίσκοπος Πανάρετος και οι λοιποί στον Καποδίστρια.

Αγγλοκρατία. Επαναφορά του ενωτικού αιτήματος: Η αλλαγή της διοίκησης με την εκχώρηση της Κύπρου από την Τουρκία στην Αγγλία το 1878, έγινε δεκτή από τους Έλληνες Κυπρίους με αισθήματα ικανοποίησης, επειδή θα τερματιζόταν έτσι το σκληρό και σαθρό καθεστώς που τους είχε τυραννήσει για τρεις αιώνες. Το γεγονός ότι από δω και πέρα θα κυβερνούνταν από μια χριστιανική μεγάλη δύναμη αντί από τη μουσουλμανική δύναμη, τους έκανε να προσβλέπουν πια σε μερικά ιδανικά, όπως η δικαιοσύνη, παράλληλα προς την ελπίδα για κοινωνική και οικονομική πρόοδο. Ωστόσο από την πρώτη στιγμή της αγγλικής παρουσίας στην Κύπρο υπογραμμίστηκε και η προσήλωση των Ελλήνων του νησιού προς την Ελλάδα. Ο μητροπολίτης Κιτίου Κυπριανός, καλωσορίζοντας τον πρώτο Άγγλο ύπατο αρμοστή σερ Γκάρνετ Γούλσλεϊ, στη Λάρνακα, όπου αποβιβάστηκε, στις 22.7.1878, είπε και τούτα:"....Αποδεχόμεθα την αλλαγήν της κυβερνήσεως, καθ' όσον πιστεύομεν ότι η Βρετανία θα βοηθήση την Κύπρον όπως έπραξε και με τας νήσους του lονίου πελάγους, ίνα ενωθή μετά της μητρός Ελλάδος μετά της οποίας φυσικώς συνδέεται..."

Η προσδοκία ότι η Αγγλία θα απέδιδε την Κύπρο στην Ελλάδα, που γεννήθηκε στους Κυπρίους από την πρώτη στιγμή, έχοντας κατά νου και το παράδειγμα των νησιών του Ιονίου πελάγους, εκφράστηκε και στην προσφώνηση του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρόνιου, όταν υποδέχτηκε το σερ Γκάρνετ στη Λευκωσία:

"....Η Κύπρος, εξοχώτατε, κατοικείται υπό λαού φιλησύχου και ειρηνικού, που δεν δύναται να αρνηθή τους πόθους και την καταγωγήν του. Στέργομεν την μεταπολίτευσιν, ελπίζοντες ότι η Αγγλία θα επαναλάβη και εν τη ημετέρα νήσω των Ιονίων Νήσων εις την μητέρα Ελλάδα..."

Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία, ο αρχιεπίσκοπος δεν έθεσε ευθέως θέμα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά βεβαίωσε το Βρετανό επίσημο ότι ο "φιλήσυχος και ευάγωγος" λαός του νησιού, χωρίς να αρνηθή την καταγωγήν και τους πόθους αυτού, θέλει διατελεί αφοσιωμένος εις την νέαν πατρικήν αυτού κυβέρνησιν...

Ωστόσο, οι πόθοι και οι ελπίδες των Ελλήνων Κυπρίων πολύ σύντομα διαψεύστηκαν, οπότε άρχισαν να αποστέλλονται στο Λονδίνο ενωτικά αιτήματα και υπομνήματα, καθώς και αντιπροσωπείες. Μεταξύ αυτών:

* Υπόμνημα στάλθηκε στο Λονδίνο το 1882, με το οποίο υπογραμμιζόταν ότι ο μόνος των Κυπριών πόθος είναι η μετά της μητρός Ελλάδος Ένωσις.

* Το 1887, ενώ στην αυτοκρατορία γιορταζόταν το χρυσό ιωβηλαίο της βασίλισσας Βικτωρίας, στην Κύπρο οι Έλληνες όχι μόνο απείχαν επιδεικτικά, αλλά οργάνωσαν και εκδηλώσεις υπέρ της ένωσης.

* Το 1889, αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Σωφρόνιο πήγε στο Λονδίνο όπου και επέδωσε ενωτικό υπόμνημα.

* Το 1895 οργανώθηκαν μαζικά συλλαλητήρια σε όλες τις πόλεις της Κύπρου και νέο υπόμνημα στάλθηκε στο Λονδίνο:.... Ο ελληνικός λαός της νήσου πάντοτε μίαν μόνον λύσιν επόθησε, ποθεί και θα ποθή, την οποίαν και σήμερον εξαιτείται πανδήμως, την όσον το δυνατόν προσεχή και ταχεία ένωσίν του μετά της ομοφύλου και ομαίμονος Ελλάδος...

* Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, πολλοί Κύπριοι εθελοντές πήγαν στην Ελλάδα και εντάχθηκαν στον ελληνικό στρατό. Παράλληλα, στην Κύπρο κατά το 1912 τα ενωτικά υπομνήματα που στάλθηκαν στο Λονδίνο ήταν περισσότερο απόλυτα:... Ουδεμία εγκόσμιος δύναμις δύναται να καταστρέψη ή να αλλοιώση την θέλησιν [του λαού] όπως η Νήσος του προσαρτηθεί εις το ομόφυλλον βασίλειον της Ελλάδος... Παράλληλα, νέα κυπριακή αντιπροσωπεία πήγε στο Λονδίνο για "να μεταδώση τους πόθους του Κυπριακού λαού".

* Την εποχή αυτή, κατά τις παραμονές του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, σημειώθηκε και η πρώτη σοβαρή ανάμειξη της Ελλάδας στο ζήτημα της ένωσης. Μέχρι τότε, αλλά και αργότερα, οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις που εξαρτώνταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από την Αγγλία και άλλες δυτικές χώρες, απέφευγαν συστηματικά την οποιαδήποτε, ακόμη και έμμεση, θετική ανταπόκριση στις ενωτικές εκκλήσεις των Ελλήνων Κυπρίων. Την εποχή όμως αυτή, ο Ελευθέριος Βενιζέλος διαπραγματεύθηκε σε φιλικό και συμμαχικό τόνο με την αγγλική κυβέρνηση την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και την παραχώρηση από την τελευταία στρατιωτικών διευκολύνσεων στο Αργοστόλι της Κεφαλληνίας.

Στον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, η Τουρκία συμμάχησε με τη Γερμανία κατά της Αγγλίας. Η τελευταία κήρυξε τότε άκυρη την αγγλοτουρκική σχετικά με την Κύπρο συμφωνία του 1878(που προνοούσε ότι η Κύπρος θα κατεχόταν από την Αγγλία αλλά θα παρέμενε τουρκική) και προσάρτησε την Κύπρο. Μια αγγλική προσφορά της Κύπρου στην Ελλάδα με αντάλλαγμα να εγκαταλείψει η δεύτερη την ουδετερότητά της και να πολεμήσει στο πλευρό της Αγγλίας, απορρίφτηκε από την κυβέρνηση του Α. Ζαΐμη (17.10.1915). Όταν λίγο αργότερα η Ελλάδα βγήκε στον πόλεμο, η αγγλική προσφορά αποσύρθηκε.

Το 1917, η παρουσία του Βενιζέλου στο Λονδίνο αναπτέρωσε τις ελπίδες των Κυπρίων για προώθηση του ζητήματός τους. Τηλεγραφήματα και υπομνήματα στάλθηκαν στον Έλληνα πρωθυπουργό στην αγγλική πρωτεύουσα, ενώ μια νέα αντιπροσωπεία (πρεσβεία, όπως λεγόταν) με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο Γ', αναχώρησε για αποστολή στο Λονδίνο και στο Παρίσι όπου επρόκειτο να διεξαχθούν οι εργασίες της Διάσκεψης της Ειρήνης. Η αποστολή κράτησε 2 περίπου χρόνια, οπότε τον Αύγουστο του 1920 ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στα μέλη της στο Παρίσι την οριστική απόφαση της Αγγλίας να κρατήσει την Κύπρο. Τούτο επιβεβαιώθηκε και με ανακοίνωση του αγγλικού υπουργείου Αποικιών (26.10.1920).

Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) με την οποία η Τουρκία παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματά της πάνω στην Κύπρο, η Αγγλία προχώρησε στην ανακήρυξη της Κύπρου ως αποικίας του Στέμματος (1.5.1925). Η ενέργεια αυτή έγινε δεκτή στην Κύπρο με ποικίλες αντιδράσεις: εκφράστηκε ικανοποίηση για την τελειωτική απαλλαγή από την τουρκική κυριαρχία, αλλά προκλήθηκαν και έντονες διαμαρτυρίες για την παρεμπόδιση της ένωσης, που προκάλεσαν μια θυμωμένη δήλωση του υπουργού Αποικιών Έιμερι ο οποίος υπέδειξε στους Κυπρίους: Οφείλετε να εννοήσετε σαφώς, όπως σας υπεδείχθη πολλές φορές, ότι το ζήτημα της ενώσεως είναι οριστικά κλειστό και δεν είναι δυνατό να ανακινηθεί ξανά...

Για τα επόμενα 30 περίπου χρόνια, η σταθερή απάντηση της Αγγλίας ήταν αυτή: Ζήτημα ένωσης δεν υπάρχει.

Στο μεταξύ, η αγγλική διοίκηση άρχισε να εφαρμόζει στην Κύπρο όλο και πιο αυστηρά μέτρα όσο το ενωτικό αίτημα γινόταν όλο και πιο επίμονο. Μεταξύ των μέτρων, ήταν οι απελάσεις και οι εξορίες μαχητικών ενωτικών παραγόντων. Το μέτρο αυτό εγκαινιάστηκε το 1921 με την απέλαση του Νικολάου Καταλάνου και την εξορία του Φίλιου Ζαννέτου, βουλευτή και δημάρχου της Λάρνακας.

Νέες θυελλώδεις διαμαρτυρίες των Ελλήνων Κυπρίων προκλήθηκαν το 1928 και νέα υπομνήματα στάλθηκαν στο Λονδίνο, όταν η αποικιακή κυβέρνηση του νησιού οργάνωσε λαμπρές τελετές για τα 50 χρόνια της αγγλικής κατοχής της Κύπρου.

Λίγο αργότερα άρχισαν να δημιουργούνται εθνικιστικές οργανώσεις, μέσω των οποίων η συμμετοχή του λαού έγινε μαζικότερη. Μέχρι τώρα, τον ενωτικό αγώνα κατηύθηνε η Εκκλησία, με την οποία συνεργάζονταν διάφοροι παράγοντες της αστικής τάξης (δήμαρχοι, πολιτευτές, εκπαιδευτικοί κλπ. ). Τώρα, η συμμετοχή περισσοτέρου λαού σε οργανωμένα σύνολα προσέδωσε στον αγώνα μια μεγαλύτερη και λαϊκότερη διάσταση. Τέτοιες οργανώσεις ήταν η Εθνική Οργάνωσις Κύπρου (Ε.Ο.Κ), η Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις Κύπρου (Ε.Ρ.Ε.Κ) κ.ά.

Η μαζική συμμετοχή του λαού αποδείχτηκε με το ανοργάνωτο και σπασμωδικό κίνημα του Οκτώβρη του 1931 (τα λεγόμενα Οκτωβριανά). Το κίνημα, που ξέσπασε από αφορμή την επιβολή ενός νέου δασμολογικού νόμου, μετατράπηκε σε εθνικιστική εξέγερση που επεκτάθηκε σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Κύπρου και έφτασε μέχρι την πυρπόληση και αυτού του κυβερνείου. Τελικά το κίνημα καταπνίγηκε, οι Έλληνες Κύπριοι κήδεψαν τους νεκρούς τους και αναγκάστηκαν να πληρώσουν τις ζημιές. Παράλληλα αρκετοί από τους ηγέτες του κινήματος εξορίστηκαν, ενώ στην ίδια την Κύπρο επιβλήθηκε ένα σκληρό διδακτορικό καθεστώς που κράτησε μέχρι και το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο.

Αναδιοργάνωση, διαφωνίες και δυναμισμός: Οι χιλιάδες Έλληνες Κύπριοι που κατατάχτηκαν στον αγγλικό στρατό και πολέμησαν σε διάφορα μέτωπα κατά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, είχαν δώσει πίστη στο σύνθημα που είχαν προβάλει οι Βρετανοί: Κύπριοι, κατατασσόμενοι στον αγγλικό στρατό, αγωνίζεστε για την Ελλάδα και την Ελευθερία.

Το σύνθημα αυτό δεν έδινε καμιά σαφή αγγλική υπόσχεση, υπονοούσε όμως ότι μετά το τέλος του πολέμου η Κύπρος θα είχε το δικό της μερίδιο στη νίκη, που θα ήταν η απόδοση της ελευθερίας της, την οποία ελευθερία οι Έλληνες Κύπριοι ταύτιζαν με την ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, και μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα, ο Έλληνας βασιλιάς που εγκατέλειψε τη χώρα του, υπέβαλε αίτηση στο Λονδίνο να χρησιμοποιήσει την Κύπρο ως προσωρινή έδρα της εξόριστης κυβέρνησής του και του ίδιου, όμως η αίτηση απορρίφτηκε με τη δικαιολογία ότι οι Γερμανοί ήταν πιθανό να εισβάλλουν στο νησί. Η ελληνική κυβέρνηση φιλοξενήθηκε στο Κάιρο.

Το τέλος του πολέμου και η νίκη των συμμάχων δε σήμανε και την ελευθερία της Κύπρου. Η πρώτη ελληνική κυβέρνηση που σχηματίστηκε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση (με αρχηγό της το Γεώργιο Παπανδρέου) δεν τόλμησε να περιλάβει την Κύπρο στις εθνικές διεκδικήσεις γιατί τούτο θα σήμαινε ότι η Ελλάδα θα ερχόταν σε σύγκρουση με την Αγγλία η οποία κατείχε το νησί και από την οποία η Ελλάδα εξακολουθούσε να εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Στην ίδια την Κύπρο, μοναδική "επιβράβευση" που πρόσφεραν οι Άγγλοι ήταν ένα πιο φιλελεύθερο σύνταγμα αυτοκυβέρνησης, που όσες φορές προτάθηκε, απορρίφτηκε ασυζητητί από τη Δεξιά και την Εκκλησία, με πεισματική επανάληψη σε πολλούς τόνους του συνθήματος ένωσις και μόνον ένωσις.

Η Εκκλησία, που είχε παραμείνει ακέφαλη από το 1931 οπότε δύο ανώτατα στελέχη της είχαν σταλεί στην εξορία (Κυρηνείας Μακάριος και Κιτίου Νικόδημος) και ιδίως από το 1933 που πέθανε ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ', μπόρεσε μετά το τέλος του πολέμου να αναδιοργανωθεί και να στελεχωθεί. Οι νέοι εκκλησιαστικοί ηγέτες ήταν όλοι φανατικά ενωτικοί (αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β', Κυρηνείας Κυπριανός, Κιτίου Μακάριος (ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ'), Πάφου Κλέοπας).

Την πρώτη της μεγάλη αντεπίθεση η αναδιοργανωμένη Εκκλησία πραγματοποίησε στη Λευκωσία στις 3.10.1948, με μαζικό και ιδιαίτερα δυναμικό παγκύπριο ενωτικό συλλαλητήριο. Στο συλλαλητήριο μίλησαν ο αρχιεπίσκοπος και οι τρεις μητροπολίτες, όλοι με φλογερούς υπέρ της ένωσης λόγους. Ιδιαίτερα ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' (ο πρώην μητροπολίτης Κυρηνείας και, παλαιότερα, εθελοντής αγωνιστής στον ελληνικό στρατό), γέρος πια, άφηνε στον κυπριακό λαό τη μοναδική του υποθήκη, με την ομιλία του στο συλλαλητήριο:... Προσεύχομαι πριν κλείσω τους οφθαλμούς μου όπως δώσει εις εμέ ο Θεός την υπέρτατον ευτυχίαν να ίδω την πατρίδα μου ελευθέραν... να ευλογήσω την ένωσιν. Αλλ' εάν αι ανεξερεύνητοι βουλαί του Κυρίου με καλέσουν εις την ατελεύτητον ζωήν ενωρίτερον, μίαν προς πάντας υμάς και σύμπαντα τον κυπριακόν λαόν καταλείπω υποθήκην, την οποίαν και εξορκίζω πάντας να τηρήσετε: παραμείνατε πιστοί εις τον Θεόν και εις την Ελλάδα και συνεχίσατε αγωνιζόμενοι δια την ψυχή και δυνάμει δια την ελευθερίαν, με μοναδικόν και αναλλοίωτον σύνθημα την ένωσιν και μόνον την Ένωσιν...

Κατά την εποχή αυτή (1947-48) παρατηρήθηκαν και οι πρώτες σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των Ελλήνων Κυπρίων, ως προς τη νέα γραμμή και τακτική του αγώνα που έπρεπε να ακολουθηθεί για την αίσια κατάληξη του Κυπριακού ζητήματος. Οι διαφωνίες ήταν σοβαρές και εκφράστηκαν κυρίως με την αντιπαράταξη της Δεξιάς και της εθναρχούσας Εκκλησίας (ένωσις και μόνον ένωσις) με την Αριστερά η οποία αποδέχτηκε να συζητήσει με τους Άγγλους θέματα αυτοκυβέρνησης και αποδοχής ενός νέου συντάγματος, ως μεταβατικό στάδιο για την πλήρη απελευθέρωση του νησιού. Οι διαφωνίες εξελίχτηκαν σε σοβαρή ρήξη όταν οι Βρετανοί συγκάλεσαν τη λεγόμενη διασκεπτική συνέλευση, την οποία η Δεξιά αποκήρυξε από την αρχή και στην οποία η Αριστερά μετείχε. Στη διασκεπτική μετείχαν και αντιπρόσωποι των Τουρκοκυπρίων. Οι Τούρκοι της Κύπρου ήταν ένας σοβαρός παράγοντας που, όπως έγινε αργότερα παραδεκτό, είχε ολότελα αγνοηθεί από την Κυπριακή Εκκλησία και τη Δεξιά. Ο σοβαρός αυτός παράγοντας, που άρχισε ήδη από την εποχή αυτή να εκδηλώνει περισσότερο έντονα την αντίθεσή του στο ελληνοκυπριακό αίτημα της ένωσης, αντιπροβάλλοντας ταυτόχρονα ένα δικό του σύνθημα, το ταξίμ (=διχοτόμηση), θα ήταν στο τέλος ο περισσότερο κερδισμένος.

Κατά την εποχή του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, η κυπριακή Αριστερά (Α.Κ.Ε.Λ.) είχε επαφές με τους Έλληνες κομμουνιστές ηγέτες στα ελληνικά βουνά, που είχαν ως συνέπεια την αλλαγή της γραμμής του Α.Κ.Ε.Λ., που μετά την παταγώδη αποτυχία της διασκεπτικής τάχθηκε και αυτό υπέρ της άμεσης ένωσης του νησιού με την Ελλάδα.

Μεταξύ των ποικίλων εκδηλώσεων υπέρ της ένωσης που, καθημερινά σχεδόν, συνέβαιναν στην Κύπρο, σημαντικότερη ήταν το ενωτικό δημοψήφισμα της 15.1.1950, που έγινε με πρωτοβουλία της Εκκλησίας και της Εθναρχίας και που υποστηρίχτηκε και από την Αριστερά. Το δημοψήφισμα αυτό, συνέχεια και σημαντικός σταθμός στην όλη πορεία του αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού με την Ελλάδα, πραγματοποιήθηκε υπό την ευθύνη της εθναρχούσας Εκκλησίας στις 15 Γενάρη του 1950. Εμπνευστής της ιδέας για τη διενέργειά του ήταν ο τότε μητροπολίτης Κιτίου και λίγο αργότερα αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ'. Την εισήγησή του, που ομόφωνα είχε υιοθετηθεί, ανακοίνωσε η εθναρχία την 1.12.1949, και με εθναρχική εγκύκλιο στις 8.12.1949, την οποία υπέγραφαν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β', οι μητροπολίτες Πάφου Κλεόπας, Κιτίου Μακάριος και Κυρηνείας Κυπριανός, και ο χωρεπίσκοπος Σαλαμίνας Γεννάδιος.

Παράλληλα το Α.Κ.Ε.Λ., που από το Γενάρη του 1949 είχε αλλάξει τη γραμμή για αυτοκυβέρνηση και ακολουθούσε τη γραμμή της αυτοδιάθεσης - ένωσης, οργάνωσε το Δεκέμβρη του 1949 συγκεντρώσεις σε ολόκληρη την Κύπρο προς διαδήλωση και υπογραφή ψηφισμάτων υπέρ της ένωσης. Μετά την εξαγγελία του δημοψηφίσματος από την εθναρχία, το Α.Κ.Ε.Λ. ανακάλεσε τις δικές του εκδηλώσεις και υποστήριξε το δημοψήφισμα.

Στις 12.12.1949 ο αρχιεπίσκοπος έστειλε επιστολή στον Άγγλο κυβερνήτη σερ Άντριου Ράιτ, ζητώντας να αναλάβει την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος η αποικιακή κυβέρνηση. Ο κυβερνήτης, με επιστολή του ημερομηνίας 17.12.1949, απέρριψε την πρόταση. Η εθναρχία ανέλαβε έτσι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, που είχε οριστεί για την εβδομάδα από 15 μέχρι 22 Γενάρη του 1950. Προς υποστήριξή του έγιναν σημαιοστολισμοί, οργανώθηκαν συγκεντρώσεις λαού και αναπτύχθηκε η σημασία του από πολλούς ομιλητές. Οργανώσεις, βουλευτές και σύνδεσμοι, καθώς και προσωπικότητες από την Ελλάδα, τηλεγραφούσαν τη συμπαράστασή τους. Γενικά επικράτησε σε ολόκληρη την Κύπρο ενθουσιώδης ατμόσφαιρα πριν, κατά και μετά το δημοψήφισμα.

Το δημοψήφισμα έγινε με φανερή γραπτή ψηφοφορία του λαού σε όλες τις εκκλησίες των πόλεων και των χωριών της Κύπρου, σε αυτό δε πήραν μέρος άντρες και γυναίκες που είχαν δικαίωμα ψήφου. Την Κυριακή 15.1.1950, ημέρα έναρξης του δημοψηφίσματος ανεπέμφθη σε όλες τις εκκλησίες μετά τη λειτουργία ειδική δέηση, και στη συνέχεια άρχισε η ψηφοφορία. Δύο διαφορετικά έγγραφα υπήρχαν στη μέση των εκκλησιών. Το πρώτο ανέφερε: Αξιούμεν την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα. Το δεύτερο έγραφε: Ενιστάμεθα εις την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα. Το κοινό μπορούσε να υπογράψει το ένα από τα δύο έγγραφα. Στη Λευκωσία, πρώτος υπέγραψε υπέρ της ένωσης ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β', στη Λάρνακα ο μητροπολίτης Μακάριος, στην Κερύνεια ο μητροπολίτης Κυπριανός και στην Πάφο ο μητροπολίτης Κλεόπας. Ο λαός, άντρες και γυναίκες, ακόμη και υπερήλικοι, προσερχόταν και υπέγραφε υπέρ της ένωσης. Υπολογίζεται ότι το 90% περίπου του λαού προσήλθε και υπέγραψε την πρώτη μέρα του δημοψηφίσματος, που διακόπηκε στις 13.00 και επαναλήφθηκε μετά διακοπή μιας ώρας. Έλληνες Κύπριοι που βρίσκονταν στο εξωτερικό, έστειλαν τηλεγραφήματα ζητώντας να προστεθεί το όνομά τους στο υπέρ της ένωσης έγγραφο. Η αποικιακή κυβέρνηση κατέβαλε προσπάθειες να αποτρέψει το λαό από το να ψηφίσει και ρητά απαγόρευσε στους δημοσίους υπαλλήλους να πάρουν μέρος στη ψηφοφορία, χωρίς όμως ικανά αποτελέσματα. Το ενωτικό δημοψήφισμα πέτυχε τους στόχους του που ήταν η απόδειξη της θέλησης των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα και η προβολή διεθνώς του ενωτικού τους αιτήματος.

Το εντυπωσιακό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ανακοίνωσε η εθναρχία με εγκύκλιό της στις 27.1.1950. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση από τους 224.747 Έλληνες Κυπρίους που είχαν δικαίωμα ψήφου το άσκησαν οι 215.108. Από αυτούς υπέρ της ένωσης τάχθηκαν οι 215.103, δηλαδή ποσοστό περίπου 96%. Επίσης Αρμένιοι καθώς και μερικοί Τουρκοκύπριοι ψήφισαν υπέρ.

Τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, με όλες τις υπογραφές σε τρία αντίγραφα, δέθηκαν σε τρεις σειρές από 18 τόμους η κάθε μια, που αποφασίστηκε να δοθούν στην ελληνική κυβέρνηση, στην αγγλική και στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Για το σκοπό αυτό σχηματίστηκε πρεσβεία από τους μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, Νικόλαο Λανίτη, Σάββα Λοϊζίδη και Ζήνωνα Ρωσσίδη. Στην Αθήνα, η κυβέρνηση αρνήθηκε να παραλάβει τους τόμους, μη θέλοντας να δυσαρεστήσει την Αγγλία από την οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν, και αυτοί παραλήφθηκαν από τον πρόεδρο της βουλής Δημήτριο Γόντικα. Η αγγλική αρνήθηκε οποιαδήποτε επαφή με την πρεσβεία, ενώ στη Νέα Υόρκη οι τόμοι παραδόθηκαν στη γραμματεία του Ο.Η.Ε..

Αν και το δημοψήφισμα και το αποτέλεσμά του δεν έγιναν δεκτά από τους Άγγλους, ωστόσο η όλη εκδήλωση ήταν σημαντική γιατί, μεταξύ άλλων, στάθηκε η απαρχή της διεθνούς προβολής του Κυπριακού προβλήματος. Μετά το δημοψήφισμα, μια νέα πρεσβεία της Δεξιάς στάλθηκε στο εξωτερικό για να γνωστοποιήσει το αποτέλεσμα στα αναμεμειγμένα ή ενδιαφερόμενα μέρη, παράλληλα δε, στάλθηκε και άλλη πρεσβεία της Αριστεράς, γιατί κανένας εκπρόσωπός της δεν περιλήφθηκε στην πρώτη.

Σημαντικός σταθμός στην παραπέρα πορεία του ενωτικού αγώνα στάθηκε η εκλογή του μητροπολίτη Κιτίου ως αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ'(Οκτώβρης του 1950), μετά το θάνατο του Μακαρίου Β' (28.6.1950). Παράλληλα, μια νέα κατάσταση πραγμάτων άρχισε να δημιουργείται στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου: η "αλλαγή φρουράς" με την παράδοση - σταδιακά - της σκυτάλης του "κηδεμόνα" και "προστάτη" από τους Άγγλους στους Αμερικανούς. Η όλο και ενεργότερη ανάμειξη των Αμερικανών, κυρίως στα ελληνοτουρκικά πράγματα, άρχισε από τις 10.3.1947, με την εξαγγελία του περιβόητου "δόγματος Τρούμαν" (από το όνομα του Αμερικανού προέδρου) για οικονομική και στρατιωτική βοήθεια προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Στη συνέχεια, την Ελλάδα θα κυβερνούσαν στην ουσία οι εκάστοτε Αμερικανοί πρεσβευτές στη χώρα οι οποίοι και ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις της αρεσκείας τους!

Έτσι, μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ οι Έλληνες της Κύπρου έθεταν πια όλο και πιο επιτακτικά και όλο και πιο δυναμικά την αξίωσή τους για ένωση με την Ελλάδα, η ίδια η Ελλάδα ήταν εντελώς αδύναμη να συμβάλει προς την κατεύθυνση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο. Γιατί από τη μια αντιμετώπιζε η ίδια τρομακτικά εσωτερικά προβλήματα που την οδήγησαν και σε ένα καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, και από την άλλη επειδή ήταν υποδουλωμένη σχεδόν ολοκληρωτικά στους Βρετανούς, και, αργότερα, στους Αμερικανούς. Χαρακτηριστική είναι μια δήλωση του Γεωργίου Παπανδρέου προς Κυπρίους πολιτευτές που τον είχαν επισκεφθεί στην Αθήνα στις 29.9.1950: Η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι' αυτό δεν ημπορεί λόγω του Κυπριακού, να αποθάνη από ασφυξίαν...

Για το λόγο αυτό, ομηρικές ήταν οι μάχες που σε διάφορες περιπτώσεις έδωσε στην Αθήνα με τις ελληνικές κυβερνήσεις ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, που αντιμετώπιζε την άρνηση και την αδυναμία τους στην απαίτησή του να προωθήσει η Ελλάδα στον διεθνή πολιτικό στίβο το αίτημα των Ελλήνων Κυπρίων.

Ο Μακάριος, αμέσως μετά την εκλογή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, κινήθηκε παράλληλα προς δύο κατευθύνσεις.

* Στην οργάνωση του κυπριακού Ελληνισμού και την ψυχολογική προετοιμασία του για δυναμικό αγώνα: συνεχείς περιοδείες στο εσωτερικό, συνεχή συλλαλητήρια και συνεχείς φλογεροί επαναστατικοί λόγοι και όρκοι υπέρ του ενωτικού αγώνα, αλλά και κινητοποίηση της νεολαίας (οργανώσεις Ο.Χ.Ε.Ν. και Π.Ε.Ο.Ν.) και έντονη δραστηριοποίηση της Εθναρχίας και των διαφόρων τάξεων του λαού (όπως λ.χ. οι εκπαιδευτικοί και οι αγρότες δια της Π.Ε.Κ.), χαρακτηρίζουν την περίοδο από το 1950 κ.ε.

* Στη διεθνή προβολή του Κυπριακού και στην εξασφάλιση της ελληνικής και διεθνούς υποστήριξης: αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ελλάδα, περιοδείες στην ίδια την Ελλάδα και αφύπνιση του ελληνικού λαού από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη, στρατολόγηση του ελληνικού στοιχείου των Ηνωμένων Πολιτειών με διάφορες προσωπικές επισκέψεις του, καθώς και επισκέψεις σε διάφορες άλλες χώρες, αιτήσεις στο Ηνωμένα Έθνη κλπ.

Την ίδια περίοδο σχηματίστηκε στην Αθήνα επιτροπή που άρχισε να εργάζεται μυστικά για την προετοιμασία επαναστατικού κινήματος στην Κύπρο, του οποίου η αρχηγία ανατέθηκε από το Μακάριο στον απόστρατο συνταγματάρχη του ελληνικού στρατού αλλά Κύπριο στην καταγωγή Γεώργιο Γρίβα.

Το Δεκέμβρη του 1952 η γενική συνέλευση του Ο.Η.Ε. με απόφασή της τάχθηκε υπέρ της αυτοδιάθεσης των λαών και κάλεσε τα κράτη-μέλη του Οργανισμού να υποστηρίξουν την αρχή της αυτοδιάθεσης και να προαγάγουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στους λαούς που δεν αυτοκυβερνούνταν αλλά εξοκολουθούσαν να βρίσκονται υπό τη διοίκησή τους. Ορμώμενοι από την απόφαση αυτή του Ο.Η.Ε., οι Έλληνες Κύπριοι υιοθέτησαν τώρα και το σύνθημα της αυτοδιάθεσης, το οποίο, όμως, συνέδεσαν με το σύνθημα της ένωσης. Παράλληλα όμως οι Τούρκοι Κύπριοι ύψωναν τώρα ένα ακραίο δικό τους σύνθημα, που και πάλι πέρασε απαρατήρητο από την ελληνοκυπριακή ηγεσία: Η Κύπρος είναι τουρκική: Το γεγονός ότι οι Τούρκοι της Κύπρου αποτελούσαν μια μειοψηφία του 18% περίπου, εδραίωνε την πεποίθηση της ηγεσίας των Ελλήνων Κυπρίων (που δρούσε εκ μέρους του 80% του κυπριακού πληθυσμού) ότι το τουρκικό στοιχείο του νησιού ήταν αμελητέο και δεν ήταν δυνατό να διαδραματίσει οποιονδήποτε καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Τούτο ήταν μεγάλο λάθος, γιατί πίσω από την τουρκική μειοψηφία του νησιού βρισκόταν η Τουρκία και γιατί αυτήν ακριβώς τη μειοψηφία υποκίνησαν και χρησιμοποίησαν οι Βρετανοί προκειμένου να εξουδετερώσουν τον ενωτικό αγώνα των Ελλήνων Κυπρίων. Το όλο ζήτημα της ένωσης του νησιού με την Ελλάδα δεν ήταν μια απλή πράξη μεταβίβασης ιδιοκτησίας, όπως νόμιζαν οι Έλληνες της Κύπρου. Αντίθετα, το θέμα συνδεόταν με τα γενικότερα συμφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο, που ενδιέφεραν ζωηρά την ίδια την Τουρκία (η οποία για κανένα λόγο δεν επρόκειτο να δεχτεί την άμεση ελληνική στρατιωτική και άλλη παρουσία και στα νότια σύνορά της), που ενδιέφεραν και τις μεγάλες δυνάμεις, κυρίως και ιδιαίτερα μετά τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή (ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, διαφοροποιήσεις στη Συρία και σε άλλες αραβικές χώρες, έλεγχος της διώρυγας του Σουέζ, υπόθεση πετρελαίων κλπ. ).

Στις 28.7.1954, ο υφυπουργός Αποικιών Χένρυ Χόπκινσον, μιλώντας στη Βουλή των Κοινοτήτων, δήλωσε πως: ορισμένες περιοχές μέσα στην Κοινοπολιτεία, λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών, δεν ημπορούν να περιμένουν ότι θα ήταν ποτέ δυνατό να καταστούν πλήρως ανεξάρτητες... Υπάρχουν μερικές περιοχές που ποτέ δεν μπορούν να περιμένουν κάτι τέτοιο...

Η δήλωση του Χόπκινσον έγινε κατά τη διάρκεια συζήτησης για το Κυπριακό και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στην Κύπρο αλλά και στην ίδια την Αγγλία. Ήταν, οπωσδήποτε, μια κυνική δήλωση, που διέγραφε ωστόσο μια πραγματική κατάσταση η οποία, στην περίπτωση της Κύπρου, αποδείχνεται μέχρι σήμερα. Τη δήλωση αυτή, όπως και πολλές άλλες καταστάσεις, οι Κύπριοι την αντιμετώπισαν με πολύ συναίσθημα και χωρίς καθόλου ψυχρή πολιτική ανάλυση και αξιολόγηση.

Διεθνοποίηση, ηρωισμοί και απογοητεύσεις: Από το 1953-54 το Κυπριακό άρχισε να συζητείται και στους διαδρόμους του Ο.Η.Ε. και σε συνεδρίες του. Με τις πρώτες συζητήσεις στον Ο.Η.Ε., ήρθαν για τους Έλληνες Κυπρίους και οι πρώτες απογοητεύσεις. Η αγγλική διπλωματία δεν ήταν καθόλου εύκολο να νικηθεί σε οποιοδήποτε πολιτικό πεδίο, πολύ περισσότερο επειδή η αξίωση των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα παρείχε στην Αγγλία την ευκαιρία να υποστηρίζει ότι το όλο ζήτημα είχε υποκινηθεί από την Ελλάδα η οποία και επιδίωκε προσάρτηση ξένων εδαφών.

Ένας μόνο δρόμος παρέμενε πια ανοικτός για τους Έλληνες Κυπρίους, ο δρόμος της ένοπλης επανάστασης. Η εξέγερση ήταν αποκλειστική πρωτοβουλία της Δεξιάς, με επικεφαλής την εθναρχούσα Εκκλησία. Ωστόσο πολύ σύντομα ο ένοπλος αγώνας που άρχισε την 1.4.1955 υπό την στρατιωτική ηγεσία του Γεωργίου Γρίβα, αγκαλιάστηκε και υποστηρίχτηκε από ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό του νησιού και, ηθικά τουλάχιστον, από ολόκληρο τον Ελληνισμό. Στα, 4 περίπου χρόνια που κράτησε ο αγώνας, σημειώθηκαν πράξεις υπέρτατου ηρωισμού και αυτοθυσίας. Η αγγλική αντίδραση στον αγώνα αυτό δεν ήταν καθόλου συναισθηματική. Η Αγγλία πολέμησε, και πάλι, περισσότερο με τη διπλωματία παρά με τον στρατό της. Βασικό όπλο που χρησιμοποιήθηκε ήταν και πάλι οι Τουρκοκύπριοι, αλλά και η ίδια η Τουρκία. Και μεταξύ των δύο ακραίων συνθημάτων: Η Κύπρος είναι ελληνική και Η Κύπρος είναι τουρκική, που υπογραμμίζονταν και με άφθονο αίμα σε υποκινούμενες συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων στην Κύπρο αλλά και με τουρκικές επιθέσεις εναντίον Ελλήνων αλλού (Κωνσταντινούπολη), η Αγγλία πρότεινε το 1957-58 τη "μέση λύση", τη διχοτόμηση του νησιού (σχέδιο Μακμίλαν).

Μπροστά στο μεγάλο κίνδυνο, ο Μακάριος που είχε επιστρέψει στην Αθήνα από μια 13μηνη εξορία στη μέση του Ινδικού ωκεανού, αποδέχτηκε λύση ανεξαρτησίας. Τη λύση αυτή αποδέχτηκε και η ελληνική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, οπότε άνοιξε πια ο δρόμος προς τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, που δεν άργησαν να συνομολογηθούν και να γίνουν από όλους αποδεκτές το Φεβρουάριο του 1959.

Η ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος, στο οποίο η τουρκοκυπριακή μειονότητα είχε κερδίσει πολύ περισσότερα από όσα δικαιούνταν και, μεταξύ αυτών, το κυριότερο που ήταν η ενεργός ανάμειξη της Τουρκίας ως βασικού ενδιαφερόμενου μέρους, γιορτάστηκε και από τους Ελληνοκυπρίους, που είδαν την εξέλιξη αυτή ως ένα ακόμη σταθμό στην πορεία προς την ένωση, μια πορεία που γι' αυτούς δεν τερματιζόταν εδώ.

Αίτημα ένωσης μετά την ανεξαρτησία: Παρά τις εξαγγελίες και τους πανηγυρισμούς, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που πίστεψαν το 1959/60 στο λαμπρό μέλλον του νέου κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι Έλληνες Κύπριοι δεν ξέχασαν και ούτε εγκατέλειψαν το ιδανικό της ένωσης, ενώ οι Τούρκοι Κύπριοι υποκινούνταν από την Τουρκία σε ενέργειες που υποβοηθούσαν τους τουρκικούς στόχους για διχοτόμηση του νησιού και για μόνιμη κυριαρχία σε αυτό.

Η νέα τραγωδία δεν άργησε να ξεσπάσει. Εκδηλώθηκε το Δεκέμβρη του 1963 με την ανταρσία των Τουρκοκυπρίων και την ένοπλη σύγκρουσή τους με τους Έλληνες Κυπρίους. Οι τελευταίοι κατατρύχονταν από την επομένη της συμφωνίας για το νέο κράτος και από τις μεταξύ τους έριδες, γιατί οι μεν κατηγορούσαν τους δε για εγκατάλειψη και προδοσία του ιδανικού της ένωσης. Το ζήτημα αυτό εξελίχτηκε στα επόμενα χρόνια σε ανοικτή ρήξη και σύγκρουση μεταξύ του καθεστώτος του προέδρου Μακαρίου και της παράταξης των λεγομένων "ενωτικών" και "εθνικοφρόνων", με καταστρεπτικές συνέπειες.

Ο Μακάριος, πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά το ότι εργάστηκε σκληρά για την εδραίωση της κυπριακής ανεξαρτησίας, παράλληλα δεν έχανε την ευκαιρία να τοποθετηθεί με δημόσιες ομιλίες του υπέρ της ένωσης, σε μια προσπάθεια να αποσείσει τις εκτοξευόμενες κατά του προσώπου του συνεχείς κατηγορίες του "προδότη" και του "επιόρκου".

Ζήτημα ένωσης συζητήθηκε στα διεθνή παρασκήνια αρκετές φορές μετά το 1963, όπως για παράδειγμα με τις σχετικές με το Κυπριακό προτάσεις του Ντιν Άτσεσον. Η ελληνική στρατιωτική χούντα, που κατέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα από την 21.4.1967, προσπάθησε αρχικά να πετύχει ένα (απαραίτητο γι' αυτήν) θρίαμβο ενώνοντας την Κύπρο με την Ελλάδα. Προκάλεσε έτσι ελληνοτουρκικό διάλογο που απέτυχε οικτρά, αλλά και που οδήγησε αργότερα σε ελληνοτουρκική συμφωνία στο παρασκήνιο του Ν.Α.Τ.Ο. για αποκλεισμό της ένωσης. Όταν όμως η ελληνική χούντα προσπάθησε να εξουδετερώσει τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο, χρησιμοποίησε εναντίον του το ιδανικό της ένωσης και κίνησε εναντίον του τους μαχητικούς αλλά αφελείς Κυπρίους "ενωτικούς". Στο πλαίσιο αυτό, ο Γεώργιος Γρίβας επανήλθε στην Κύπρο όπου και ίδρυσε την Ε.Ο.Κ.Α. Β' με προοπτική να αγωνιστεί υπέρ της ένωσης, αφού προηγουμένως εξουδετερωνόταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Ο τελευταίος δέχτηκε ιδιαίτερα σκληρές επιθέσεις από τους αντιπάλους του στην Κύπρο όταν καθόρισε πολιτική υπέρ του εφικτού (που ήταν η εδραίωση της ανεξαρτησίας), τοποθετώντας την ένωση με την Ελλάδα στη σφαίρα του ευκταίου.

Στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15.7.1974) που έγινε από την ελληνική στρατιωτική χούντα, μετείχαν με ενθουσιασμό και μερικοί Ελληνοκύπριοι, που είχαν την αφελέστατη εντύπωση ότι η ώρα της ένωσης είχε, επιτέλους, πλησιάσει. Η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο που ακολούθησε αμέσως μετά, καταβαράθρωσε εντελώς και τις τελευταίες ελπίδες για την πραγμάτωση του ιδανικού αυτού, που ωστόσο από μια μερίδα των Ελλήνων Κυπρίων δεν έχει, ενδόμυχα, εγκαταλειφτεί.

Απο την LivePedia.gr

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>


www.hellenica.de