Κύπρος , Επιπτώσεις τουρκοκρατίας


Η κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους το 1570-71, απέκοψε το νησί από την Ευρώπη και το συνέδεσε περισσότερο με την Ανατολή. Την επανασύνδεση με την Ευρώπη θα έφερνε η κατάκτησή του από τους Άγγλους, τρεις και περισσότερους αιώνες αργότερα (1878 κ.ε.). Η αποκοπή αυτή από την Ευρώπη ήταν καθοριστικής σημασίας, όπως και η επανασύνδεσή του.

Αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση, ο πληθυσμός της Κύπρου μειώθηκε σημαντικά λόγω της φυγής πολλών κατοίκων του νησιού. Μειώθηκαν όμως σημαντικά και το εμπόριο, οι εξαγωγές και οι ποικίλες άλλες επαφές. Αρκετοί Κύπριοι κατέφυγαν στην Ιταλία όπου ενίσχυσαν κυρίως τις ελληνικές παροικίες της Βενετίας και της Ρώμης, και όπου σταδιοδρόμησαν μεταξύ άλλων ως επιστήμονες, αντιγραφείς χειρογράφων, εκκλησιαστικοί και εμπορευόμενοι, ακόμη δε και ως δάσκαλοι. Γενικά, από το νησί χάθηκε εντελώς η άρχουσα αριστοκρατική τάξη και η τάξη των μορφωμένων αστών και των εμπόρων. Εκδιώχθηκαν και οι πολλοί εκπρόσωποι της Λατινικής Εκκλησίας. Η παλινόρθωση και η επαναφορά της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου σήμαινε όμως και κάτι άλλο ιδιαίτερα σημαντικό: την επαναφορά των ποικίλων σχέσεων με την επίσης υπόδουλη Κωνσταντινούπολη και το εκεί οικουμενικό πατριαρχείο. Εκκλησιαστικές, κατά επέκταση δε και άλλες σχέσεις, αναπτύχθηκαν και με άλλα πατριαρχεία, ιδίως εκείνο της Αλεξανδρείας, επειδή στην Αίγυπτο είχαν επίσης διαφύγει πολλοί Κύπριοι μετά την τουρκική κατάκτηση του νησιού.

Αρχικά οι Έλληνες Κύπριοι (ή τουλάχιστον πολλοί από αυτούς) είχαν δει ευνοϊκά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους. Και τούτο, επειδή η καταπίεση και η σκληρότητα των προηγουμένων κυριάρχων, των Βενετών, ήταν τέτοια, ώστε μαρτυρείται ακόμη και μυστική έκκληση προς το σουλτάνο να έρθει και να καταλάβει την Κύπρο! Και πραγματικά, στις αρχές της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες Κύπριοι βρέθηκαν να είναι σε καλύτερη μοίρα από ότι ήταν υπό τους Βενετούς. Σύντομα όμως άρχισαν να διαφαίνονται οι αρνητικές επιπτώσεις: η κατοχή της Κύπρου από την Οθωμανική αυτοκρατορία σήμαινε και την επιβολή στο νησί των θεσμών και της όλης φιλοσοφίας των Οθωμανών. Η κλειστή κοινωνία, η θρησκοληψία, η έλλειψη ενδιαφέροντος για επιτέλεση έργων υποδομής, η ανικανότητα στη διακυβέρνηση, η αυθαιρεσία των κυβερνώντων και των φίλων τους, η κάκιστη απονομή δικαιοσύνης, τα ρουσφέτια, η υψηλή φορολογία, η έλλειψη κινήτρων, η σημαντική ελάττωση του εμπορίου, όλα αυτά επέφεραν σύντομα το μαρασμό. Προστιθέμενες ακόμη οι θεομηνίες , οι συχνές επιδρομές των ακρίδων που κατέστρεφαν εντελώς τη γεωργική παραγωγή και η διακοπή των σχέσεων με την Ευρώπη, επέφεραν σύντομα τη σχεδόν πλήρη οικονομική εξαθλίωση που επιταχύνθηκε από τις επιδημίες και τους μαζικούς θανάτους. Οι άλλοτε μεγαλόπρεπες πόλεις της Κύπρου, με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τους, σωριάζονταν συνεχώς σε ερείπια χωρίς να ανοικοδομούνται. Μεταξύ των ερειπίων των λαμπρών οικοδομημάτων του Μεσαίωνα, κτίζονταν καλύβες και τριγύριζαν τώρα ρακένδυτοι χωρικοί.

Οι Τούρκοι κυβερνήτες της Κύπρου ευνοούνταν συνήθως από το σύστημα: επειδή "αγόραζαν" το αξίωμα του κυβερνήτη της Κύπρου από το σουλτάνο, έναντι αδρής πληρωμής, όταν έφταναν στο νησί για να το διοικήσουν μοναδική τους έγνοια είχαν την είσπραξη όσο το δυνατόν περισσοτέρων φόρων. Και αυτό, επειδή στο χρόνο της κυβερνητείας τους έπρεπε να εισπράξουν το ποσό που είχαν πληρώσει, πολύ περισσότερο να γίνουν και πλούσιοι. Ακόμη, η Κύπρος έπρεπε να καταβάλλει κάθε χρόνο και τη συνεισφορά της στο σουλτάνο ή και το μεγάλο βεζίρη του. Η οικονομική αφαίμαξη ήταν συνεχής και τεράστια, γι' αυτό και επανειλημμένα οδήγησε σε εξεγέρσεις.

Θα αναφέρουμε τρία μόνο παραδείγματα, για να φανεί το μέγεθος της κακοδιοίκησης ή και ανευθυνότητας των Τούρκων κυβερνητών της Κύπρου:

* Κλασικό παράδειγμα ο Τούρκος κυβερνήτης της Κύπρου Ισιάκ Πασάς, που έφτασε στο νησί μεθυσμένος και τελικά πέθανε από το ποτό. Όταν το 1859 πλημμύρισε ο ποταμός Πηδιάς και έπνιξε δεκάδες άτομα στη Λευκωσία, ο Ισιάκ παρακολουθούσε το θέαμα απαθής από το σεράγι, επειδή δεν μπόρεσε να βρει νομική βάση για να επέμβει!

* Το 1856 όλοι οι κάτοικοι ενός χωριού της Πάφου, του χωριού Γιόλου, κατηγορήθηκαν για το φόνο ενός Τσερκέζου. Ολόκληρο το χωριό μεταφέρθηκε στη Λευκωσία για να δικαστεί. Και ενώ αποδείχτηκε ότι επρόκειτο για αυτοκτονία, το χωριό πλήρωσε 10.000 γρόσια προκειμένου να αθωωθεί. Τρία χρόνια αργότερα η υπόθεση ξανάνοιξε και όλοι οι κάτοικοι της Γιόλου μεταφέρθηκαν ξανά στη Λευκωσία για νέα δίκη. Αυτή τη φορά προκειμένου να αθωωθούν τους ζητήθηκε το ποσό των 100.000 γροσίων, ποσό μεγαλύτερο από την αξία ολόκληρης της περιοχής του χωριού τους. Οι Γιολίτες αποτάθηκαν (στις 20.10.1859) στο Γάλλο πρόξενο για βοήθεια, εκείνος διαμαρτυρήθηκε στις αρχές και τελικά κατηγορήθηκε ότι επενέβαινε στα εσωτερικά της Κύπρου.

* Τρίτο παράδειγμα, αποτελεί η περιβόητη κατασκευή του δρόμου Λευκωσίας-Λάρνακας, του μοναδικού έργου υποδομής που είχε γίνει στην Κύπρο καθ' όλη την περίοδο των τριών αιώνων της τουρκοκρατίας. Η κατασκευή του δρόμου αυτού (35 χιλιόμετρα περίπου) στοίχισε συνολικά στους Κυπρίους το τρομερό ποσό των 2.300.000 γροσίων που εισπράχθηκαν με ειδική φορολογία από το 1865 μέχρι το 1877. Το πιο παράδοξο ήταν τούτο: Από το συνολικό ποσό των 2.350.000 γροσίων, τα 2.000.000 "δαπανήθηκαν" για την κατασκευή του ενός τρίτου του δρόμου, ενώ για τα υπόλοιπα δύο τρίτα χρειάστηκαν μόνο 300.000 γρόσια! Σημειώνεται ότι ολόκληρος ο δρόμος είναι πεδινός και καμπίσιος.

Τα παραδείγματα αυτά δίνουν μια εικόνα του τρόπου με τον οποίο είχε κυβερνηθεί η Κύπρος. Ελάχιστοι από τους Τούρκους κυβερνήτες του νησιού αποδείχτηκαν ικανοί και τίμιοι στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Οι περισσότεροι δεν ήταν παρά άρπαγες και απατεώνες.

Χειρότερος από όλους ήταν ίσως ο μονόφθαλμος, πρώην ξυλοκόπος, Χατζημπακκή αγάς (γνωστός και ως Στραβομπακκής), κυπριακής καταγωγής (18ος αιώνας). Μέχρι να απαλλαγεί από την τυραννία του η Κύπρος, διεξήχθησαν από την Εκκλησία σκληροί αγώνες.

Της ίδιας υποστάθμης ήταν και ο κυβερνήτης Τζιλ Οσμάν (18ος αιώνας επίσης). Αυτός, προκειμένου να αποφύγει την καταγγελία του στην Υψηλή Πύλη, για αυθαιρεσίες, κάλεσε σε σύσκεψη στο σεράγι τον αρχιεπίσκοπο Παΐσιο, τους λοιπούς αρχιερείς και προκρίτους καθώς και ηγετικούς παράγοντες των Τούρκων, περιλαμβανομένων και αντιπροσώπων του σουλτάνου που είχαν σταλεί για έλεγχο. Είχε όμως πριονίσει τα δοκάρια του πατώματος (στον πρώτο όροφο του σεραγίου), με αποτέλεσμα όλοι οι προσκεκλημένοι του - αρχιεπίσκοπος, επίσκοποι, δημογέροντες, ιμάμηδες, κοτζαμπάσηδες - να γκρεμιστούν στα υπόγεια του κτιρίου!

Πολλοί πληγώθηκαν, όμως η προσπάθεια του κυβερνήτη να τους δολοφονήσει όλους απέτυχε. Και τούτο, επειδή ο λαός της Λευκωσίας αμέσως εξαγριώθηκε, όρμησε στο σεράγιο, το λεηλάτησε και σκότωσε τον κυβερνήτη Τζιλ Οσμάν μαζί με 18 ανθρώπους του. Η Υψηλή Πύλη έστειλε νέο κυβερνήτη που διερεύνησε τα αίτια της δολοφονίας από τον όχλο του προηγούμενου.

Αυτός αποφάσισε πως το επεισόδιο μπορούσε να ξεχαστεί αν κάθε Έλληνας Κύπριος πλήρωνε 40 γρόσια και κάθε Τούρκος πλήρωνε 20! Στο νησί στάθμευαν λίγες σχετικά στρατιωτικές δυνάμεις, για τη συντήρηση των οποίων επιβαλλόταν ειδικός φόρος σε μερικά χωριά. Σε διάφορες περιπτώσεις εξεγέρσεων, τουρκικός στρατός στελνόταν στο νησί εύκολα, από τη γειτονική Μικρά Ασία. Τις δαπάνες, σε τέτοιες περιπτώσεις, επωμιζόταν και πάλι ο λαός της Κύπρου. Σε άλλες περιπτώσεις, η Κύπρος υποχρεωνόταν να συνεισφέρει - ιδίως σε σιτηρά και άλλα είδη διατροφής -για το στρατό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Η οικονομική εξαθλίωση επέφερε, μοιραία και αναπόφευκτα, και την κοινωνική αλλά και πνευματική κατάπτωση. Η καθολική σχεδόν αμορφωσιά ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της περιόδου της Τουρκοκρατίας. Και βέβαια, κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για πνευματική δημιουργία. Ελάχιστοι Κύπριοι μπόρεσαν να ξεφύγουν από το ασφυκτικό πλαίσιο της ανέχειας και να μορφωθούν έξω από την Κύπρο, κυρίως κληρικοί που φοίτησαν στις πατριαρχικές σχολές της Κωνσταντινούπολης και των Ιεροσολύμων ή ακόμη στην Ιταλία. Έτσι, έχουμε Κυπρίους ιεράρχες που καταλαμβάνουν υψηλά ή και ύψιστα αξιώματα εκκλησιαστικά μακριά από την Κύπρο.

Η εκκλησία της Κύπρου ήταν εκείνη που σήκωσε ολόκληρο το βάρος της πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης καθ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Συχνά Κύπριοι ιεράρχες, ταξίδευαν στην Κωνσταντινούπολη, προσφεύγοντας στο σουλτάνο μέσω του πατριαρχείου, με σκοπό την ελάττωση των φόρων ή για άλλους λόγους. Οι αποστολές αυτές δεν ήταν εύκολες. Αντίθετα, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος να κατηγορηθούν ως στασιαστές και να διωχθούν, πράγμα που έγινε άλλωστε σε μερικές περιπτώσεις. Από τις αρχές, εξ' άλλου, του 19ου αιώνα, η Εκκλησία ανέλαβε πάνω σε οργανωμένη βάση και βέβαια στο πλαίσιο των δυνατοτήτων και το βάρος της εκπαίδευσης. Με δική της ευθύνη ιδρύθηκαν και λειτούργησαν οι πρώτες σχολές στις διάφορες πόλεις και σε αρκετά χωριά.

Μεταξύ των πόλεων της Κύπρου, εκείνη που ήταν κάπως πιο εξελιγμένη ήταν η Λάρνακα. Στην πόλη αυτή λειτουργούσαν τα διάφορα προξενεία (τα κονσουλάτα όπως λέγονταν) των ξένων χωρών που εκπροσωπούνταν και στην Κύπρο (περιλαμβανομένης και της Ελλάδας από τα μέσα του 19ου αιώνα). Επίσης, στη Λάρνακα βρίσκονταν συγκεντρωμένες και οι έδρες των ξένων εμπορικών οίκων που είχαν δραστηριότητες στην Κύπρο και στην περιοχή. Η ύπαρξη στην πόλη των Ευρωπαίων υπαλλήλων των προξενείων και των οικογενειών τους, όπως και των λίγων ξένων εμπόρων, προσέδιδε μια κάποια κοινωνικότητα σε αυτή και έναν άλλο "αέρα".

Τα ξένα προξενεία στάθηκαν, σε πολλές περιπτώσεις, προστάτες καταδιωκομένων Ελλήνων Κυπρίων και σε διάφορες δύσκολες στιγμές επενέβαιναν ενάντια στην αυθαιρεσία και τις διώξεις των τουρκικών αρχών.

Στον τομέα της πνευματικής ζωής, δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα. Μόνο η λαϊκή ποίηση και το τραγούδι επιβίωναν, όπως και τα δημοτικά τραγούδια και ακόμη τα μεσαιωνικά ηρωικά ή ερωτικά ή και άλλα άσματα, που μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα. Με δαπάνη αρχιερέων ή μοναστηριών, εκδόθηκαν και διάφορα βιβλία, ιδίως στη Βενετία, κατά το 18ο και 19ο αιώνα. Τα περισσότερα ήταν εκκλησιαστικά (βίοι και συναξάρια αγίων). Ιδιαίτερα αξίζει να σημειωθεί η έκδοση στη Βενετία, το 1788, του έργου του Κυπρίου αρχιμανδρίτη Κυπριανού Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου.

Ένα άλλο γεγονός, που πρέπει να υπογραμμιστεί γιατί είχε τη σημασία του, ήταν η άφιξη στην Κύπρο κατά το 18ο και το 19ο αιώνα και Ελλαδιτών, που εργάστηκαν ως δάσκαλοι. Ήταν, βέβαια, λίγοι αλλά ανάμεσα σε συνθήκες πλήρους αναλφαβητισμού, η παρουσία τους ήταν κάτι περισσότερο από καλοδεχούμενη.

Οι γενικές συνθήκες ζωής στην Κύπρο διαφοροποιήθηκαν κάπως προς το καλύτερο στο χρόνια του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ, ο οποίος προχώρησε σε γενικότερες μεταρρυθμίσεις στην αυτοκρατορία του, εκδίδοντας το περίφημο Χαττ-ί-Σερίφ Γκιουλχανέ (Νοέμβρης του 1839), όπως και, μετά από πιέσεις των χριστιανικών δυνάμεων της Ευρώπης, το Χάττ-ί-Χουμαγιούν (Φεβρουάρης του 1856). Στην Κύπρο οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν σε κάποιο βαθμό, δεν μπόρεσαν ωστόσο να διαφοροποιήσουν ριζικά την κατάσταση.

Τα πράγματα άλλαξαν εντελώς και νέες συνθήκες δημιουργήθηκαν με την εκχώρηση της Κύπρου από την Τουρκία στην Αγγλία το 1878.

Απο την LivePedia.gr

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>


www.hellenica.de