Κύπρος , Προϊστορία


ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ

Σύμφωνα με τη χρονολόγηση των διαφόρων ευρημάτων της αρχαιολογικής σκαπάνης, ο πολιτισμός της Κύπρου εκτείνεται προς τα πίσω σ' ένα βάθος 90 περίπου αιώνων, δηλαδή μέχρι 7.000 χρόνια προ Χριστού. Συνεπώς φτάνει μέχρι τη Νεολιθική εποχή.

Σήμερα, χάρη στην αρχαιολογική έρευνα, γνωρίζουμε πολλά για τους προϊστορικούς κατοίκους του νησιού, τους νεολιθικούς Κυπρίους. Παραμένει όμως το ερώτημα ως προς το ποιοι ήταν αυτοί οι πρώτοι Κύπριοι - αν ήταν πράγματι οι πρώτοι - και πώς βρέθηκαν στο νησί. Σήμερα, η παλαιά θεωρία ότι κάποτε η Κύπρος ήταν ενωμένη με την απέναντι της στεριά της Μικράς Ασίας έχει εγκαταλειφτεί και αντικατασταθεί με την επιστημονική βεβαιότητα ότι το νησί "αναδύθηκε" από τη θάλασσα εξαιτίας της μετακινήσεως της αφρικανικής προς την ασιατική πλάκα και "συμπιέσεως" στην περιοχή, πράγμα που σήμαινε ανύψωση. Ωστόσο, έστω κι αν ποτέ δεν ήταν ενωμένη η Κύπρος με τη Μικρά Ασία, υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα να έφτασαν από την στεριά εκείνη που δεν είναι μακριά, με πρωτόγονες σχεδίες, οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού. Μπορούμε να φανταστούμε τους προϊστορικούς εκείνους ανθρώπους ν' ατενίζουν, τις μέρες που το επέτρεπε ο καιρός, απέναντί τους, ν' αναπαύεται ειρηνικά στην επιφάνεια της ήρεμης θάλασσας, το πράσινο αυτό νησί. Μπορούμε να τους φανταστούμε να διερωτώνται, γεμάτοι περιέργεια, για το νησί αυτό και μπορούμε να φανταστούμε ακόμη ότι η περιέργειά τους πιθανό να κράτησε αρκετές γενιές πριν κατανικηθεί ο φόβος κι επιχειρηθεί το τολμηρό ταξίδι.

Στις απέναντι της Κύπρου στεριές - Μικρά Ασία, Συρία, Παλαιστίνη - έχει αποδειχτεί ότι αναπτύχθηκαν πολιτισμοί αρχαιότεροι από το Νεολιθικό πολιτισμό της Κύπρου, και τούτο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα στην Κύπρο ίχνη παλαιότερου από το Νεολιθικό πολιτισμό, ενισχύει την θεωρία ότι κατά τη Νεολιθική περίοδο το νησί είχε αποικηθεί και πρωτοκατοικηθεί από μετανάστες που έφτασαν με τις πρωτόγονες σχεδίες τους.

Ωστόσο η θεωρία αυτή δεν μπορεί να υποστηριχτεί με απόλυτη βεβαιότητα. Το γεγονός ότι δεν έχουν ακόμη βρεθεί στην Κύπρο ίχνη παλαιότερου πολιτισμού από το Νεολιθικό, δηλαδή ίχνη Μεσολιθικών ή και Παλαιολιθικών εποχών, τούτο δε σημαίνει οπωσδήποτε ότι δεν υπάρχουν. Υπάρχει, συνεπώς, και η εξίσου πιθανή θεωρία ότι ο Νεολιθικός πολιτισμός της Κύπρου προήλθε από κάποιον παλαιότερο, τις αποδείξεις του οποίου κρατεί ακόμη στα σπλάχνα της η κυπριακή γη και που ίσως κάποτε θ' αποκαλυφτούν.

Από ανθρωπολογική πλευρά, οι ειδικοί μιλούν για μια ανάμεικτη μεσογειακή φυλή βραχυκέφαλων ανθρώπων, η μελέτη όμως του κρανίου δεν αποτελεί ασφαλές φυλετικό κριτήριο επειδή οι πρωτόγονοι άνθρωποι παραμόρφωναν τεχνητά το σχήμα του κρανίου τους.

Γι' αυτούς, λοιπόν, που γνωρίζουμε εμείς σήμερα από τα αρχαιολογικά ευρήματα ως τους πρώτους κατοίκους του νησιού, δηλαδή για τους νεολιθικούς Κυπρίους, υπάρχουν δύο εξίσου πιθανές θεωρίες:

  • Ότι έφτασαν στο νησί από τις απέναντί του ηπειρωτικές ακτές.
  • Ότι ήταν απόγονοι παλαιότερων Κυπρίων, των οποίων τα ίχνη της παρουσίας τους δεν έχουν ακόμη βρεθεί.
Τίθεται, βέβαια, το ερώτημα: έστω κι αν υπήρχαν στην Κύπρο αρχαιότεροι κάτοικοι από τους νεολιθικούς, αυτοί οι αρχαιότεροι κάτοικοι από που προήλθαν; Μήπως κι αυτοί, πάλι, δεν προήλθαν από τις απέναντι ηπειρωτικές ακτές σε ακόμη παλαιότερες εποχές;

Ότι κι αν απαντήσουμε στο ζήτημα αυτό, δυστυχώς θ' αποτελεί και πάλι θεωρία που δεν μπορεί ν' αποδειχτεί - τουλάχιστον με βάση τα δεδομένα που έχουμε μέχρι τώρα στη διάθεσή μας.

Ωστόσο, από αρχαιολογικές επισκοπήσεις που έχουν γίνει κατά τα τελευταία χρόνια σε περιοχές της κεντρικής λοφώδους Κύπρου, και συγκεκριμένα στη λοφώδη περιοχή νότια της κεντρικής πεδιάδας του νησιού, έχουν επισημανθεί ενδείξεις για ύπαρξη μικρών συνοικισμών που πιθανό να ανήκουν χρονολογικά στη Μεσολιθική εποχή. Να είναι, δηλαδή, αρχαιότεροι των Νεολιθικών χρόνων. Όμως μέχρι σήμερα (1989) δεν έχουμε στην διάθεσή μας συγκεκριμένες αποδείξεις και στοιχεία ώστε να μιλούμε με απόλυτη βεβαιότητα για Μεσολιθικό πολιτισμό στο νησί.

Εντούτοις, εάν δεν έχουν ακόμη αποκαλυφτεί συγκεκριμένα τεκμήρια για ύπαρξη ανθρώπών στην Κύπρο πριν από τη Νεολιθική εποχή, ωστόσο έχουμε αποδείξεις για ύπαρξη διαφόρων άλλων μορφών ζωής από τα πάρα πολύ παλαιά χρόνια. Πράγματι, συγκεκριμένα παλαιοντολογικά απολιθώματα (οστά) διαφόρων ζώων έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές της Κύπρου και κυρίως στην οροσειρά του Πενταδακτύλου, στο Ακρωτήρι κοντά στη Λεμεσό και σε περιοχές της Πάφου. Μεταξύ των απολιθωμάτων αυτών περιλαμβάνονται οστά νυκτερίδων, διαφόρων ειδών τρωκτικών, ενός είδους αγριόγατου (υπό αμφισβήτηση όμως) και ελεφάντων και ιπποπόταμων. Ο ιπποπόταμος και ο ελέφαντας ήταν χαρακτηριστικά ζώα της Κύπρου και άλλων απομονωμένων νησιών της Μεσογείου (Σαρδηνία, Σικελία, Κορσική κλπ.) και έζησαν κατά την Πλειστόκαινη περίοδο που άρχισε πριν από 1,8 εκατομμύρια χρόνια, όταν (όπως υπολογίζεται) συμπληρώθηκε η ανύψωση πάνω από τη θάλασσα ολόκληρης της Κύπρου. Τα θηλαστικά αυτά - ελέφαντας και ιπποπόταμος - ήταν νάνοι και το μέγεθός τους ήταν περίπου μέγεθος χοίρου. Ο ιπποπόταμος της Κύπρου (επιστημονική ονομασία: Hippopotamus minutus), μήκους 1,40 μέτρων περίπου και ύψους περί τα Ο,68 εκατοστόμετρα, ήταν όπως υπολογίζεται, ζώο της ξηράς και όχι αμφίβιο όπως ο ιπποπόταμος που γνωρίζουμε σήμερα.

Από άλλες περιπτώσεις εξαφάνισης παρόμοιων ζώων από νησιά όπως η Κορσική, η Σαρδηνία, η Σικελία και ίσως και η Κρήτη, γνωρίζουμε και είναι γενικά αποδεκτό ότι αιτία εξολόθρευσής τους ήταν το κυνήγι τους από τους προϊστορικούς ανθρώπους και η αλλοίωση πάλι από τους ανθρώπους, των φυσικών βιοτόπων. Αν υποθέσουμε ότι και στην Κύπρο έγινε με παρόμοιο τρόπο η εξαφάνιση των θηλαστικών αυτών, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι στο νησί κατοικούσαν άνθρωποι και πριν από τη Νεολιθική εποχή. Αυτό όμως αποτελεί μόνο θεωρία. Ας επανέλθουμε λοιπόν στον προϊστορικό Κύπριο των Νεολιθικών χρόνων, για τον οποίο γνωρίζουμε πολλά από τις μέχρι σήμερα ανασκαφές και από τα άφθονα ευρήματα.

Κατά το απώτερο παρελθόν του Νεολιθικού πολιτισμού της Κύπρου, δηλαδή πριν από το 5310 π.Χ., κατά την περίοδο που είναι γνωστή ως Ακεραμεική, οι κάτοικοι του νησιού ζούσαν σε κατάσπαρτους σε διάφορα κατάλληλα μέρη, μικρούς συνοικισμούς. Οι συνοικισμοί αυτοί αποτελούνταν από μικρές κυκλικές ή ακανόνιστων σχημάτων καλύβες, κτισμένες στο κάτω μέρος τους με πέτρες και, πιθανότατα με στέγη από κλαδιά και πηλό. Οι τοποθεσίες στις οποίες βρίσκονταν κτισμένοι οι μικροί αυτοί συνοικισμοί συγκέντρωναν μερικά απαραίτητα προσόντα που ήταν: η φυσική οχυρή θέση, η ύπαρξη νερού και η γειτνίαση με τα δάση ή τη θάλασσα. Η φυσική οχυρή θέση (όπως η κορφή ενός απότομου λόφου) πρόσφερε ασφάλεια που φαίνεται ότι ήταν απαραίτητη έστω και για ψυχολογικούς ακόμη λόγους. Η ύπαρξη, βέβαια, ενός ποταμού ή μιας πηγής κοντά στον κάθε τέτοιο συνοικισμό, ήταν απαραίτητη προκειμένου να εξυπηρετούνται οι ανάγκες των κατοίκων του. Τέλος, η γειτνίαση με τα δάση ή τη θάλασσα καθόριζε και τα βασικά επαγγέλματα των κατοίκων των συνοικισμών, που ήταν είτε κυνηγοί, είτε ψαράδες. Ταυτόχρονα όμως - όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα σε τέτοιους συνοικισμούς - οι κάτοικοί τους ασχολούνταν και με τη γεωργία καθώς και με την κτηνοτροφία.

Είχαν εξημερώσει διάφορα ζώα, όπως το πρόβατο, την αίγα και το χοίρο. Τα εργαλεία τους ήταν λίθινα, ξύλινα και οστέϊνα. Τα φορέματά τους ήταν κατασκευασμένα από δέρμα και μαλλί ζώων. Διάφορα ειδώλια, κοσμήματα από οστά ή πέτρες και διακοσμημένα αγγεία που έχουν βρεθεί, φανερώνουν όχι μόνο αισθητική καλλιέργεια των προϊστορικών Κυπρίων αλλά και ότι είχαν αισθανθεί και κάποια έννοια του θείου (θεϊκού), τελώντας πιθανότατα και κάποιες λατρείες. Είχαν, ακόμη, ταφικά έθιμα, με το νεκρό να θάβεται σε αβαθή λάκκο στο δάπεδο της καλύβας του, σε συνεσταλμένη στάση και με συνοδεία προσφορών από αγγεία και κοσμήματα.

Η Ακεραμεική περίοδος της Νεολιθικής εποχής (που λέγεται έτσι εξαιτίας της μη ύπαρξης ειδών κεραμικής και της χρησιμοποίησης πέτρινων αγγείων) αντιπροσωπεύεται από αρκετούς συνοικισμούς που έχουν ανασκαφεί ή εντοπιστεί, με σημαντικότερο το συνοικισμό της Χοιροκοιτίας, ο οποίος βρίσκεται σε μικρή σχετικά απόσταση από τη θάλασσα. Στα παράλια του νησιού, συνοικισμοί αυτής της περιόδου βρέθηκαν στην Πέτρα του Λιμνίτη, στον Απόστολο Ανδρέα (Κάστρος), στο ακρωτήρι Γκρέκο, στο Τρουλλί κ.ά. Στα ενδότερα του νησιού υπήρχαν επίσης συνοικισμοί, όπως στον Καταλιόντα. Η πεδιάδα της Μεσαορίας, που όπως φαίνεται δε θεωρούνταν αρκετά ασφαλής εξαιτίας της μορφολογίας της, δεν ήταν, πιθανότατα, κατοικημένη. Ο αρκετά μεγάλος αρχαιολογικός χώρος στον Καταλιόντα θεωρείται από πολλούς επιστήμονες ότι πιθανό ν' ανήκει σε αρχαιότερη ακόμη περίοδο από τους υπόλοιπους. Ο χώρος όμως αυτός δεν έχει ακόμη ανασκαφεί κι έτσι τελικά συμπεράσματα δεν υπάρχουν.

Οι πρώτοι αυτοί Κύπριοι (είναι τουλάχιστον, οι πρώτοι σύμφωνα με τις μέχρι τώρα αρχαιολογικές ανακαλύψεις και τις μέχρι τώρα γνώσεις μας με βάση τις ανακαλύψεις αυτές) ζούσαν σε ημιάγρια σχεδόν κατάσταση και μπορούμε να τους φανταστούμε ντυμένους με δέρματα ζώων, ή και ημίγυμνους, με ελάχιστες γνώσεις, με εντελώς πρωτόγονα εργαλεία και όπλα κατασκευασμένα από πέτρα, κόκαλο και ξύλο. Σύμφωνα όμως με τα ανασκαφικά δεδομένα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι βρίσκονταν παρ' όλα αυτά σε ένα τέτοιο επίπεδο, ώστε να είναι δυνατό να γίνεται λόγος για πολιτισμό της Νεολιθικής εποχής, σε βαθμό μάλιστα που να προκαλεί το θαυμασμό.

Χοιροκοιτία

Πρώτα απ όλα, οι μακρινοί εκείνοι και πρωτόγονοι Κύπριοι είχαν αναπτυγμένη την ανάγκη της διαβίωσης σε συνοικισμούς, ως κοινότητες και ως μικρά σύνολα, όπου μάλιστα βρίσκονταν σε χρήση και βαθμοί κοινωνικής ιεραρχίας, αν δεχτούμε ότι η μεγαλύτερη από τις καλύβες της Χοιροκοιτίας ανήκε στον αρχηγό του συνοικισμού. Επίσης το κτίσιμο των καλυβών, με πέτρες και πηλό και κλάδους δέντρων, με πεσσούς και με πατάρι εσωτερικά και με μικρότερους βοηθητικούς και εργαστηριακούς χώρους φανερώνει ικανότητα όχι μόνο οικοδόμησης κατοικιών, αλλά και εκμετάλλευσης του υπάρχοντος χώρου με τρόπο λειτουργικό. Πέρα από αυτά, ποικίλα ευρήματα αποδεικνύουν ότι γνώριζαν διάφορες τέχνες: κατασκεύαζαν τα πέτρινα αγγεία τους με δεξιοτεχνία, αλλά και τα διακοσμούσαν κιόλας, και ακριβώς η τάση για διακόσμησή τους (όπως άλλωστε και η κατασκευή πρωτόγονων κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων όπως αγαλματίδια από άψητο πηλό) αποδεικνύει την ύπαρξη καλλιτεχνικού ενστίκτου και φανερώνει προσπάθεια για ωραιότερη εμφάνιση και καλύτερες συνθήκες ζωής. Ακόμη, η κατασκευή ειδωλίων από πηλό ή πέτρα, στα οποία η απόδοση των ανθρώπινων χαρακτηριστικών φανερώνει καλλιτεχνική διάθεση, σημαίνει ίσως ότι υπήρχε και κάποια λατρεία κι ότι ίσως γίνονταν και κάποιες τελετουργίες.

Πέρα από τα πιο πάνω γνωρίζουμε επίσης από τα ανασκαφικά ευρήματα ότι οι Κύπριοι της Πρώιμης Νεολιθικής περιόδου γνώριζαν κάποιες τεχνικές καλλιέργειας και ασχολούνταν με τη γεωργία. Ακόμη, είχαν εξημερώσει διάφορα ζώα και ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία. Μπορούσαν επίσης να ράβουν τις ενδυμασίες τους, με οστέινες βελόνες, γνώριζαν το μαλλί και το χρησιμοποιούσαν, είχαν δε και διάφορα έθιμα. Γνωρίζουμε για παράδειγμα, τα ταφικά τους έθιμα (ταφή νεκρών σε αβαθείς λάκκους μέσα στις καλύβες της Χοιροκοιτίας, σε συνεσταλμένη στάση, καθώς και προσφορές από λίθινα αγγεία και κοσμήματα στους νεκρούς, κλπ.) .

Παρά το ότι οι πρωτόγονοι εκείνοι άνθρωποι ασχολούνταν και με τη γεωργία (βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές μεταξύ άλλων και απανθρακωμένα δημητριακά, φακές, κουκιά, πέτρινοι χερόμυλοι, κουκούτσια ελιών, μπιζέλια κλπ.) σε αρκετά πλατιά για την εποχή έκταση, ωστόσο δε φαίνεται να προτιμούσαν καθόλου τη ζωή στην μεγάλη πεδιάδα του νησιού.

Η μεγάλη πεδιάδα της Μεσαορίας, που εκτείνεται μεταξύ των δύο οροσειρών του νησιού θα πρέπει να ήταν καλυμμένη με δάση και άλλη πυκνή βλάστηση, ενώ μεγάλο μέρος της θα ήταν, πιθανότατα, και ελώδες. Ήταν, έτσι, χώρος αφιλόξενος για τους προϊστορικούς Κυπρίους γιατί δεν πρόσφερε επαρκή προστασία και ασφάλεια. Βλέπουμε, έτσι, ότι οι μέχρι σήμερα αποκαλυφθέντες προϊστορικοί συνοικισμοί βρίσκονται κοντά στη θάλασσα ολόγυρα σχεδόν στην Κύπρο ή και στις ενδότερες ημιορεινές περιοχές του νησιού.

Κρίνοντας από την ομοιογένεια των ευρημάτων στους διάφορους συνοικισμούς μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων τους. Δηλαδή το κάθε μικρό χωριό δεν ήταν απομονωμένο και αυτάρκες αλλά συνδιαλεγόταν και εμπορευόταν με τα άλλα χωριά. Κάποιο είδος υποτυπώδους εμπορίου θα πρέπει να υπήρχε και με τις κοντινές ακτές της Μικράς Ασίας, αφού πολλά εργαλεία που βρέθηκαν στην Κύπρο είναι κατασκευασμένα από οψιανό λίθο, είδος πετρώματος που δεν υπάρχει στο νησί και που συνεπώς, θα πρέπει να εισαγόταν.

Την Ακεραμεική περίοδο διαδέχθηκε η Πρωτοκεραμεική περίοδος (Νεολιθική ΙΒ, 5310-4500 π.Χ.), που αντιπροσωπεύεται βασικά από τους ανευρεθέντες συνοικισμούς στα Δάλι-Αγρίδι, στο Τρουλλί (ανώτερα στρώματα), στον Άγιο Επίκτητο-Βρύση, και στην Φιλιά-Δράκο (κατώτερα στρώματα) . Η σημαντική νέα εξέλιξη που είχε σημειωθεί, και που χάρισε και το χαρακτηρισμό της περιόδου ως Πρωτοκεραμεικής, ήταν η εμφάνιση των πρώτων ειδών κεραμικής δηλαδή η απόκτηση της γνώσης για τη χρήση του πηλού. Η κεραμικής αυτή, που στο εξής εξελίσσεται, χαρακτηρίζει ως ένα μεγάλο βαθμό τη Νεολιθική ΙΙ περίοδο (4500-3900 π.Χ.), που εκπροσωπείται κυρίως από τους συνοικισμούς της Χοιροκοιτίας (ανώτερα στρώματα) της Σωτήρας, της Φιλιάς-Δράκος και της Καλαβασού Α'.

Κατά την περίοδο αυτή έχουμε τη λεγόμενη κτενιστή κεραμική, που ονομάστηκε έτσι εξαιτίας του τρόπου της καλλιτεχνικής διακόσμησης των αγγείων: όταν τα πήλινα σκεύη κατασκευάζονταν και πριν ακόμη ψηθούν, με ένα εργαλείο που έμοιαζε με κτένι έξυναν την εξωτερική τους επιφάνεια αφαιρώντας έτσι τμήματα του καστανόχρωμου ή κοκκινόχρωμου αλειφώματός τους και δημιουργώντας διάκοσμο αποτελούμενο από πολλές παράλληλες ευθείες ή κυματιστές γραμμές.

Η εξέλιξη αυτή της κεραμικής τέχνης είναι χαρακτηριστική όσο και σημαντική, δεν ήταν όμως και η μόνη. Ανάλογες ήταν και οι εξελίξεις στους άλλους τομείς της καθημερινής ζωής. Η αρχιτεκτονική των συνοικισμών, κυρίως στη Σωτήρα και στην Καλαβασό, παρουσιάζει σημαντικά νέα στοιχεία. Ακόμη νέα έθιμα παρουσιάζονται στην ταφή τι νεκρών και νέες εξελίξεις σε άλλους τομείς. Οι κατοικίες, μάλιστα, στην Καλαβασό εντελώς διαφορετικές από τους λοιπούς συνοικισμούς, οδήγησαν στη διατύπωση της θεωρίας ότι νέοι άποικοι είχαν φτάσει τότε στην Κύπρο κι είχαν εγκατασταθεί στο νησί (οι κατοικίες στην Καλαβασό θυμίζουν την αρχιτεκτονική των κατοικιών στην Beersheba της Παλαιστίνης) . Αν πραγματικά είχε συμβεί νέα εγκατάσταση αποίκων στο νησί κατά την περίοδο αυτή, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτοί, εκτός από τη δική τους ιδιότυπη οικιακή αρχιτεκτονική, είχαν φέρει μαζί τους και τα δικά τους έθιμα, τις δικές τους αντιλήψεις και γνώσεις. Ιδιοτυπίες παρουσιάζονται και στην αρχιτεκτονική του συνοικισμού της Σωτήρας, όπου παρατηρούνται και χωριστά ταφικά έθιμα (οι νεκροί θάβονταν σε ειδικούς χώρους, δηλαδή σε νεκροταφεία και όχι μέσα στις κατοικίες), πράγμα που και πάλι οδήγησε στη θεωρία για εγκατάσταση νέων αποίκων στην Κύπρο.

Ο αρχιτεκτονικός τύπος της απλής κυκλικής και της διπλής κυκλικής κατοικίας που παρουσιάζεται κυρίως στο συνοικισμό της Χοιροκοιτίας, επαναλαμβάνεται στο συνοικισμό στην τοποθεσία Τέντα της Καλαβασού, εδώ όμως οι εξωτερικοί τοίχοι είναι πλινθόκτιστοι και οι εσωτερικοί λιθόκτιστοι. Μάλιστα οι εσωτερικοί τοίχοι είναι επενδυμένοι με στρώμα πηλού. Ακόμη στη λεία επιφάνεια της εσωτερικής όψης ενός τοίχου βρέθηκαν ίχνη κόκκινου χρώματος, που στο σύνολό τους σχηματίζουν μια ανθρώπινη μορφή με ανυψωμένα χέρια. Το ίδιο χρώμα επαναλαμβάνεται και σε άλλα σημεία του τοίχου και δεν αποκλείεται η μορφή εκείνη ν' αποτελούσε μέρος μιας μεγαλύτερης σύνθεσης. Αποτελεί, πάντως, το πρώτο δείγμα ζωγραφικής στην αρχαία Κύπρο, χρονολογείται στην 7η χιλιετία π.Χ. και είναι η αρχαιότερη τοιχογραφία στην ιστορία του Κυπριακού πολιτισμού. Τα κατάλοιπα ενός τμήματος λιθόκτιστου αμυντικού τοίχου στα νότια του συνοικισμού φανερώνουν ότι υπήρξαν και οχυρωματικά έργα.

Στο συνοικισμό της Σωτήρας μερικές κατοικίες είναι ακανόνιστες, κυκλικές ή ελλειψοειδείς, άλλες ακανόνιστες τετράγωνες ή τετράπλευρες με στρογγυλεμένα άκρα, ενώ άλλες συνδυάζουν το τετράπλευρο με το ημικυκλικό σχήμα. Τα θεμέλια και το κάτω μέρος των τοίχων ήταν κτισμένα με αργούς λίθους, ενώ το μέρος με πλίνθους ή καλάμια και ξύλα και με επένδυση από παχύ στρώμα πηλού. Σημαντικό στοιχείο είναι η υποδιαίρεση του εσωτερικού χώρου (στις μεγάλες καλύβες) σε μικρότερα δωμάτια.

Ήδη, όπως έχει λεχθεί πιο πριν, από τα αρχαιότατα αυτά χρόνια υπήρχε επαφή μεταξύ των διαφόρων, κατάσπαρτων στο νησί, συνοικισμών και διεξαγόταν μεταξύ των κατοίκων τους κάποιο είδος "εμπορίου" με ανταλλαγή προϊόντων. Πέρασαν, ωστόσο, πολλοί αιώνες μέχρι να ανακαλυφτεί και να γίνει κατορθωτή η εκμετάλλευση ενός από τα πιο σημαντικά στοιχεία που έκρυβε στα σπλάχνα της η κυπριακή γη: του χαλκού. Και επρόκειτο να διαβούν και άλλοι ακόμη αιώνες μέχρι να επιτευχθεί η εκμετάλλευση του προϊόντος αυτού σε πλήρη κλίμακα. Ο χαλκός ήταν η μεγάλη κυπριακή ανακάλυψη που θα επισφράγιζε την τύχη του νησιού και θα προδιέγραφε την πορεία του στις χιλιετίες που θ' ακολουθούσαν. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ανακάλυψη του μετάλλου αυτού έγινε τυχαία, όταν ο χαλκός, λιωμένος ίσως από κάποιες δασικές πυρκαγιές, είχε ελκύσει την περιέργεια και τραβήξει την προσοχή των ανθρώπων της εποχής του Λίθου. Από τη στιγμή όμως που ο προϊστορικός εκείνος άνθρωπος είχε πάρει για πρώτη φορά στα χέρια του και είχε εξετάσει με ενδιαφέρον το πρώτο ασύμμετρο και μαυρισμένο από τη φωτιά κομμάτι κυπριακού χαλκού, μέχρι την ώρα που αντιλήφτηκε ότι ήταν δυνατό να το επεξεργαστεί και να δημιουργήσει μ' αυτό χρήσιμα αντικείμενα, μεσολάβησαν και πάλι αιώνες πολλοί. Η μεταβατική αυτή περίοδος, από την ανακάλυψη του χαλκού μέχρι την εντατική εκμετάλλευσή του, καθορίζεται ως η Χαλκολιθική εποχή (3900-2500 π.Χ.) . Η εποχή αυτή στην ουσία αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό βήμα του ανθρώπου της Κύπρου προς την εξέλιξη και την ευημερία που ακολούθησαν την εγκατάλειψη της πέτρας. Αντιπροσωπεύεται δε η εποχή από αρκετούς συνοικισμούς που έχουν βρεθεί και κυρίως από τους συνοικισμούς Ερήμη - Παμπούλα, Καλαβασός Β' και Σουσκιού για την πρώτη περίοδο, αργότερα δε από τους συνοικισμούς Λέμπα - Λάκκοι, Κισσόνεργα -Μοσφύλια, Κισσόνεργα - Μηλούθκια, Φιλιά Β', Αμπελικού - Άγιος Γεώργιος, Κυρά, Διόριος και Χρυσηλιού (περιοχή Μόρφου) . Η ανθρώπινη εξέλιξη είναι αργή αλλά σταθερή και αποδεικνύεται από τα ποικίλα ευρήματα της εποχής αυτής, τόσο τα αμετακίνητα (συνοικισμοί, νεκροταφεία) όσο και τα κινητά. Μεταξύ των κινητών αντικειμένων ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν πλήθος σταυρόσχημα ανθρωπόμορφα ειδώλια που προέρχονται από τάφους στη Σουσκιού και άλλες περιοχές, τα περισσότερα κατασκευασμένα από γκρίζο ή πράσινο στεατίτη. Τα ειδώλια αυτά, από τα οποία τα μεγαλύτερα πιθανότατα χρησιμοποιούνταν σε θρησκευτικές τελετές, είναι εξαίρετης τέχνης. Μερικά παριστάνουν διπλή θεότητα, αρσενική και θηλυκή. Σημαντικά είναι και πολλά πήλινα ειδώλια, προερχόμενα από διάφορους χαλκολιθικούς συνοικισμούς. Πέτρινοι επίσης φαλλοί, καθώς και ένα σημαντικό ειδώλιο γυμνής θεάς που βρέθηκε στη Λέμπα, σχετίζονται με τη διαδεδομένη λατρεία της θεάς της Γονιμότητας. Η θεά παρουσιάζεται σχηματοποιημένη στο ύψος 36 εκατοστομέτρων αγαλματίδιο της Λέμπας, απαντά όμως και σε αρκετά άλλα πήλινα ειδώλια που έχουν βρεθεί. Πρόκειται για τη θεά του νησιού που στο μέλλον θα εξελιχθεί και θα τιμηθεί ιδιαίτερα στην Κύπρο με το όνομα: Αφροδίτη.

Πέρα από την οικιακή και ταφική αρχιτεκτονική, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κεραμική της εποχής, τομέας στον οποίο παρουσιάζονται τολμηρές καινοτομίες κυρίως σ' ότι αφορά τα σχήματα των αγγείων και το διάκοσμό τους με κυρίαρχα τα γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα.

Η εξελικτική πορεία συνεχίζεται. Ο χαλκός, που έχει πλέον ανακαλυφτεί, χρησιμοποιείται ήδη σε περιορισμένη κλίμακα, αλλά θ' αποτελέσει βασικότατο χαρακτηριστικό κατά την επόμενη φάση της κυπριακής προϊστορίας που, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, είναι γνωστή ως η εποχή του Χαλκού.

Ο ΧΑΛΚΟΣ

Η εποχή του Χαλκού καθορίζεται από το 2500 μέχρι το 1050 π.Χ. και χωρίζεται σε τρεις κύριες υποδιαιρέσεις: στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού (2500-1900 π.Χ.), στη Μέση εποχή του Χαλκού (1900-1650 π.Χ.) και στην Ύστερη εποχή του Χαλκού (1650-1050 π.Χ.) .

Η Πρώιμη εποχή του Χαλκού, που επίσης διαχωρίζεται σε τρεις μικρότερες υποδιαιρέσεις, εκπροσωπείται κυρίως από τους συνοικισμούς της Φιλιάς, της Βασίλειας, της Μόρφου και της Χρυσηλιού (που βρίσκονται όλοι στη δυτική πεδιάδα), καθώς και της Αγίας Παρασκευής (Λευκωσία), της Κυράς, των Βουνών Α', και της Σωτήρας. Λίγο μεταγενέστεροι είναι οι συνοικισμοί των Βουνών Β', της Λαπήθου, της Καλαβασού, της Επισκοπής, της Λεμεσού, της Αυδήμου, της Λάρνακας, της Δένειας, καθώς και του Αγίου Σωζομένου, του Μαργί και του Κοτσιότη στην κεντρική Κύπρο.

Κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού αρχίζουν ν αναπτύσσονται τα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Καλοψίδα και η Έγκωμη. Η Έγκωμη φτάνει στην πλήρη ακμή της κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού, που κι αυτή διαχωρίζεται σε έξι μικρότερες υποδιαιρέσεις. Κατά την τρίτη αυτή περίοδο της εποχής του Χαλκού αναπτύσσονται και αρκετές άλλες πόλεις που ιδρύονται από Αχαιούς αποίκους. Η άφιξη κι εγκατάσταση των Αχαιών στην Κύπρο ήταν ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της κυπριακής προϊστορίας κι εκείνο ακριβώς το γεγονός που καθόρισε την όλη ιστορική πορεία του νησιού δια μέσου των αιώνων που ακολούθησαν.

Από την αρχή της νέας και σημαντικής αυτής εποχής, δηλαδή από το 2500 π.Χ., έχουν ήδη αποκτηθεί αρκετές γνώσεις γύρω από τη συλλογή και την επεξεργασία του χαλκού, του οποίου θ' αρχίσει σε λίγο και η εμπορία σε μεγάλη κλίμακα. Από την (άγνωστη) ονομασία του χαλκού στην ετεοκυπριακή γλώσσα, πιθανότατα θα πάρει στη συνέχεια το νησί και την αρχαιότατη αλλά επικρατήσασα ονομασία Κύπρος και από την ονομασία αυτή θα παραχθεί και το όνομα του χαλκού σε αρκετές γλώσσες (cuprum, kupfer, cuiνre κλπ.) .

Οι Κύπριοι θα αρχίσουν τώρα να σκάβουν με πάθος τη γη τους και από τις γαλαρίες των πλούσιων σε μετάλλευμα περιοχών των Σόλων, της Ταμασσού, της Καλαβασού, της Αμπελικού, της Λίμνης κ.ά., θα αρχίσουν να εξάγουν τον χαλκό. Μπορούμε να φανταστούμε τους μακρινούς εκείνους προγόνους να ανοίγουν με πρωτόγονα μέσα χαμηλές γαλαρίες και με τόλμη να εισέρχονται βαθιά στα σπλάχνα της κυπριακής γης για να βρουν το πολύτιμο υλικό το οποίο μεγάλες ουρές εργατών μετέφεραν αδιάκοπα στην επιφάνεια μέσα σε πλεκτά καλάθια. Μπορούμε να φανταστούμε τη σκληρή προσπάθεια και το μεγάλο κόπο, ακόμη και τα συχνά δυστυχήματα από την υποχώρηση των γαλαριών, που στη συνέχεια αντικαθίστανται από άλλες και άλλες, οι οποίες στηρίζονται κι ενισχύονται με κορμούς δέντρων. Επίσης, το κυριότερο πρόβλημα στα αρχαία εκείνα μεταλλεία ήταν το νερό: όταν οι γαλαρίες των προϊστορικών μεταλλωρύχων έφταναν σε επίπεδα όπου υπήρχαν υδροφόρα στρώματα, ή στρώματα γης διαπερατά από το νερό, τότε οι γαλαρίες πλημμύριζαν, η εργασία δεν μπορούσε να συνεχιστεί και το μεταλλείο εγκαταλειπόταν για να συνεχιστεί η δουλειά αλλού. Η άντληση μεγάλων ποσοτήτων ήταν αδύνατη, και το πρόβλημα αυτό υπήρχε και σ' όλες τις μεταγενέστερες εποχές της Αρχαιότητας.

Οι προϊστορικοί, λοιπόν, Κύπριοι έσκαβαν, ανακάλυπταν το χαλκό, τον επεξεργάζονταν και τον εμπορεύονταν. Κι όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότέρο αυξάνονται οι στρατιές των εργατών που σκάβουν στις βαθιές γαλαρίες. Η δουλειά είναι αποκλειστικά χειρωνακτική και ιδιαίτερα κουραστική. Γύρω από τα μεταλλεία δημιουργούνται μικροί ή μεγαλύτεροι συνοικισμοί εργατών. Κοντά σ' αυτούς γίνεται και η πρώτη επεξεργασία του χαλκού σε καμίνια που ανάβουν με τη χρησιμοποίηση της άφθονης ξυλείας. Είναι γνωστό από σχετικές αναφορές αρχαίων συγγραφέων, ότι κατά την Αρχαιότητα τα δάση ήταν πολύ πυκνά αλλά κι εκτεταμένα, κάλυπταν δε σχεδόν ολόκληρο το νησί φτάνοντας μέχρι χαμηλά στην κεντρική πεδιάδα. Έτσι, δεν υπήρχε ούτε το πρόβλημα της καύσιμης ύλης.

Μετά την πρώτη επιτόπια επεξεργασία του, ο χαλκός χυνόταν σε πρωτόγονα καλούπια και σχημάτιζε μακρόστενες πλάκες (σε διαστάσεις περίπου 70 Χ 40 εκατοστών) . Οι πλάκες αυτές μεταφέρονταν με αμάξια στα μεγάλα κέντρα επεξεργασίας ή και στα λιμάνια για εξαγωγή. Στα κέντρα επεξεργασίας του, δηλαδή στις πόλεις και στους διάφορους συνοικισμούς, τεχνίτες εργάζονταν επίσης αδιάκοπα μέσα σε σειρές από μικρά πετρόχτιστα εργαστήρια, αναπλάθοντας το πολύτιμο μέταλλο και κατασκευάζοντας απ' αυτό ένα σωρό θαυμαστά αντικείμενα: ποικίλα οικιακά σκεύη, σπαθιά και άλλα όπλα, γεωργικά εργαλεία, κοσμήματα. Μια νέα εποχή, με πολλές προοπτικές αρχίζει. Μεγάλο εμπορικό κέντρο στην ανατολική πεδιάδα (κοντύτερα προς τις χώρες της Ανατολής, δηλαδή την απέναντι της Κύπρου συροπαλαιστινιακή ακτή), γίνεται η Καλοψίδα. Θα ακολουθήσει η Έγκωμη, κι αργότερα θα εξελιχτεί σημαντικά το Κίτιον. Γενικότερα, η εκμετάλλευση του χαλκού θα επιφέρει τον πλούτο και την ευημερία. Η ανάγκη δημιουργεί μεγάλη ζήτηση του προϊόντος και στις αγορές των γύρω χωρών. Έτσι, πολύ σύντομα, αναπτύσσεται και το εξαγωγικό εμπόριο. Όμως το εμπόριο με άλλες χώρες σημαίνει ταυτόχρονα και επαφές με άλλους λαούς, που μοιραία θα έχουν σημαντικές πολιτιστικές και άλλες επιπτώσεις και θα διαδραματίσουν σοβαρό ρόλο στη διαμόρφωση του Κυπριακού πολιτισμού.

Όμως μετά το μεγάλο άλμα και το πέρασμα από την εποχή της Πέτρας στην εποχή του Χαλκού τα περιθώρια περαιτέρω εξέλιξης παραμένουν ευρύτατα. Η πείρα που αποκτήθηκε γύρω από την όλη υπόθεση του χαλκού επιδέχεται βελτιώσεις κι οδηγεί σε νέες ανακαλύψεις. Ο χαλκός από μόνος του δεν αποτελεί ανθεκτικό μέταλλο που να είναι δυνατό να χρησιμοποιείται με περισσότερες δυνατότητες. Ανακαλύφτηκε λοιπόν (κι η ανακάλυψη αυτή έγινε πιθανότατα εκτός Κύπρου) πως όταν ο χαλκός αναμειχθεί με κασσίτερο, τότε δίνει ένα κράμα αρκετά στερεό και σκληρό που μπορεί να χρησιμεύει για πάρα πολλά πράγματα. Το κράμα αυτό λέγεται ορείχαλκος. Όμως κασσίτερος δεν υπήρχε στην Κύπρο κι αυτό αποτελούσε πρόβλημα, που τελικά λύθηκε με τις εμπορικές ανταλλαγές. Η Κύπρος εξακολούθησε να εξάγει χαλκό σε μεγάλες ποσότητες αλλά άρχισε κιόλας να εισάγει κασσίτερο σε πολύ μικρότερες ποσότητες, επειδή για την παραγωγή ορείχαλκου η αναλογία κασσίτερου κυμαίνεται μόνο μέχρι και 14% περίπου. Έτσι, είναι φανερό ότι στις εμπορικές αυτές πράξεις η Κύπρος είχε τεράστια κέρδη. Η ευμάρεια που ακολούθησε αντικατοπτρίζεται και στον εντυπωσιακό πλούτο των κτερισμάτων που προέρχονται από τους τάφους της Πρώιμης εποχής του Χαλκού. Τα κτερίσματα αυτά αποδεικνύουν, μεταξύ άλλων, και τις πυκνές επαφές της Κύπρου με τις γύρω απ' αυτήν κοντινές ακτές αλλά και τις μακρινότερες ακόμη, όπως η Αίγυπτος, η Κρήτη και το Αιγαίο πέλαγος. Διάφορα από τα αντικείμενα που βρίσκονται στους τάφους, είχαν εισαχθεί στην Κύπρο από τις γύρω χώρες κι αυτό σημαίνει ότι οι Κύπριοι όταν απέκτησαν τον πλούτο εξαιτίας των εμπορικών τους δραστηριοτήτων, αγόραζαν και πολλά ξένα πράγματα (ακριβά και φθηνά) για τις ανάγκες τους.

Ο χαλκός όμως δεν επισκίασε τα πάντα. Πολλοί Κύπριοι ασχολούνταν βέβαια με την ανόρυξη, την επεξεργασία και την εμπορία του. Όμως παράλληλα ο γεωργός εξακολουθούσε να καλλιεργεί, όχι χωρίς προβλήματα τα χωράφια, ο κτηνοτρόφος να φροντίζει και να εκμεταλλεύεται τα ζώα του, ο αγγειοπλάστης να εργάζεται με δεξιοτεχνία και να δημιουργεί νέα κι ενδιαφέροντα αντικείμενα, σε μια μεγάλη ποικιλία ειδών, σχημάτων και διακόσμου, ο υφαντής να κατασκευάζει ωραία υφαντά, και όλοι να βρίσκονται υπό την επίδραση μιας θρησκείας στην οποία κυριαρχούν ξόανα και σύμβολα (όπως ταύροι και φίδια) και η οποία ασφαλώς θα αποτελούσε κράμα πρωτόγονων αντιλήψεων για τη Γονιμότητα τη Ζωή και το Θάνατο, εμπλουτισμένη με ποικίλες προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Ιεροτελεστίες και μυστήρια για τους μυημένους γίνονταν επίσης.

Το πλήθος των χάλκινων όπλων που απαντά στους τάφους της εποχής ίσως να σημαίνει ότι υπήρξαν πολεμικές συγκρούσεις. Εξάλλου τα διάφορα φρούρια που κτίστηκαν σε διάφορα μέρη του νησιού κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού (όπως τα φρούρια Νιτοβίκλας στην Καρπασία, Αγίου Σωζομένου στην κεντρική Κύπρο κοντά στο Δάλι, και Κρηνιού, κοντά στη βόρεια ακτή) φανερώνουν μια κατάσταση επιφυλακής. Εξάλλου, σε νεκροταφεία στο βόρειο τμήμα του νησιού βρέθηκαν ίχνη από ομαδικές ταφές και οι θάνατοι αν δεν οφείλονταν σε επιδημίες, τότε θα πρέπει να προήλθαν από αναταραχή που οδήγησε σε πολεμικές συγκρούσεις. Η περίοδος πάντως αυτή συμπίπτει με επιδρομές των Υκσώς, κουρσάρων από την Ανατολή, όμως δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτοί είχαν καταλάβει κάποιο τμήμα του νησιού.

Ο χαλκός πρόσφερε και προοπτικές απασχόλησης. Στην αρχιτεκτονική φρουρίων όπως εκείνο της Νιτοβίκλας, στην αρχιτεκτονική των τάφων μερικών νεκροταφείων και σε άλλα αρχαία ευρήματα, απαντούν στοιχεία συγγενικά με αντίστοιχες κατασκευές γειτονικών χωρών. Έτσι, οδηγούμαστε και πάλι στη θεωρία ότι κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού νέοι άποικοι είχαν φτάσει κι είχαν εγκατασταθεί σε διάφορες περιοχές του νησιού. Μήπως η κατάσταση επιφυλακής σχετιζόταν με τις αφίξεις αυτές; Μήπως με την άφιξη των πιθανών αποίκων σχετίζονται και οι αυξημένοι θάνατοι; Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε.

Είτε όμως εγκαταστάθηκαν νέοι άποικοι στην Κύπρο, (βίαια ή ειρηνικά), είτε όχι, πάντως οι πυκνές εμπορικές και άλλες επαφές της Κύπρου με τις γειτονικές της χώρες συνεχίζονται αδιάκοπες. Ένα από τα πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν τις επαφές αυτές είναι η εισαγωγή στην Κύπρο, γύρω στα τέλη του 16ου π.Χ. αιώνα, ενός συστήματος γραφής που συγγενεύει με τη Γραμμική Α' γραφή της Κρήτης, και που είναι γνωστή ως Κυπρομινωική γραφή. Τέτοια δείγματα Κυπρομινωικής γραφής βρέθηκαν στην Έγκωμη, χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες, όμως παρ' όλες τις προσπάθειες, η γραφή αυτή δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί.

Η Έγκωμη είναι πια, κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού, το μεγάλο εμπορικό κέντρο της Κύπρου που εκμεταλλεύεται κυρίως το χαλκό. Αυτό το χαλκό που θα ελκύσει και τους εμπόρους των Μυκηνών, από τη μακρινή Πελοπόννησο, να επεκτείνουν τις εμπορικές δραστηριότητές τους μέχρι την Κύπρο. Η εμπορία του χαλκού θα ήταν, ασφαλώς, βασικότατη για τους Μυκηναίους, που θα τροφοδοτούσαν τους τεχνίτες στην πατρίδα τους με την πολύτιμη αυτή πρώτη ύλη στην κατασκευή αντικειμένων περιζήτητων μεταξύ των φιλοπόλεμων Αχαιών: σπαθιά κι ακόντια, ασπίδες, θώρακες και περικεφαλαίες.

Η Κύπρος, πιθανότατα ως ενιαίο βασίλειο, είναι γνωστή με την ονομασία Αλάσια ή και Άσυ, επεκτείνει δε τις στενές της σχέσεις μέχρι την Αίγυπτο, διατηρώντας επαφή και με τους ίδιους τους Φαραώ. Εκείνοι όμως που θα επιδράσουν ριζικά πάνω στην Κύπρο και θα διαμορφώσουν τελεσίδικα το χαρακτήρα της, δε θα είναι ούτε οι κοντινοί λαοί της Συρίας και της Παλαιστίνης, ούτε οι γείτονες της Μικράς Ασίας, ούτε οι Κρήτες έμποροι, ούτε οι Φαραώ της αξιοθαύμαστης αρχαίας Αιγύπτου. Θα είναι οι σκληροτράχηλοι πολεμιστές αλλά και δημιουργοί ενός από τους πιο αξιόλογους αρχαίους πολιτισμούς, οι κάτοικοι της μακρινής Πελοποννήσου, οι Μυκηναίοι, γνωστοί στα Ομηρικά έπη και ως Αχαιοί.

ΟΙ ΑΧΑΙΟΙ

Σημαντικές πόλεις είχαν ήδη γνωρίσει ακμή στο νησί, κι όλες ήταν παραθαλάσσιες γιατί έτσι εξυπηρετούνταν οι εμπορικές τους δραστηριότητες με τον έξω κόσμο: η Έγκωμη στην ανατολική ακτή, η Λάπηθος στη βόρεια ακτή, η Παλαίπαφος στη νοτιοδυτική ακτή, δύο πόλεις στις δύο πλευρές της αλυκής της Λάρνακας στη νοτιοανατολική ακτή, κι ίσως κι άλλες. Σε τέτοιες παραθαλάσσιες πόλεις έφτασαν κι εγκαταστάθηκαν Μυκηναίοι έμποροι ήδη από το 14ο π.χ. αιώνα, δηλαδή κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Η περίοδος κατά την οποία εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο έμποροι από τις Μυκήνες συμπίπτει χρονολογικά με την εξαφάνιση του Μινωικού πολιτισμού της Κρήτης, την ακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού και την επικράτηση των Μυκηναίων στο χώρο του Αιγαίου πελάγους.

Στα Ομηρικά Έπη το όνομα Αχαιοί χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει όλες τις ελληνικές φυλές που είχαν πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Το ίδιο και τα ονόματα Αργείοι και Δαναοί. Όμως οι Αχαιοί είναι μια μόνο από τις ελληνικές φυλές, απόγονοι, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, του Αχαιού, γιου του Ξούθου και εγγονού του Έλληνα. Από το γενάρχη τους Αχαιό πήραν και το όνομά τους. Ωστόσο γλωσσολογικά πιστεύεται πως το όνομά τους σήμαινε Λαός των Ποταμών.

Κατά την Προϊστορική περίοδο, γύρω στο 2000 ή 1900 π.Χ., οι Αχαιοί κατέβηκαν στον ελλαδικό χώρο από τα βόρεια ή τα βορειοανατολικά, ίσως από τα Ουράλια όρη και τις περιοχές της Κασπίας θάλασσας. Το πρώτο κύμα αποίκων-μεταναστών, οι Πρωτοαχαιοί, με φυλετική προέλευση ινδοευρωπαϊκή, αφομοιώθηκε από τους αυτόχθονες. Λίγο αργότερα οι Αχαιοί μετανάστες νίκησαν τους Πελασγούς που προϋπήρχαν στον ελλαδικό χώρο κι εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές, όπως στη Θεσσαλία. Τελικά συμπτύχθηκαν, κυρίως στην Πελοπόννησο, όπου ίδρυσαν ισχυρά και πλούσια κράτη με πιο σημαντική την Αργολίδα με κέντρο τις Μυκήνες. Δημιούργησαν έναν από τους αξιολογότερους πολιτισμούς, το Μυκηναϊκό Πολιτισμό. Ήρθαν σε σύγκρουση με τους Κρήτες, πάνω στους οποίους επιβλήθηκαν γύρω στο 1400 π.Χ., όμως θαύμαζαν το μεγάλο Κρητικό Πολιτισμό από τον οποίο πήραν πολλά στοιχεία.

Οι Αχαιοί απέκτησαν σημαντική ναυτική δύναμη και επέβαλαν την κυριαρχία τους στο Αιγαίο, θεωρούνται δε απ' τους πρωτοπόρους λαούς της μετανάστευσης. Ξαπλώθηκαν στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, κατέβηκαν μέχρι την Κύπρο την οποία ουσιαστικά κατέλαβαν και, δυτικά, έφτασαν μέχρι την Ιταλία (κόλπος του Τάραντα) .

Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, τα δύο μνημειώδη και καθοριστικά Ομηρικά Έπη μπορούν να θεωρηθούν ως τα κορυφαία πνευματικά δημιουργήματα του πολιτισμού τους. Ο ίδιος ο Τρωικός πόλεμος, τον οποίο διεξήγαγαν επικεφαλής των Ελλήνων, είναι ένα από τα κατορθώματά τους.

Η κάθοδος των Δωριέων, καθώς και άλλων ελληνικών φύλων, από το βορρά προς το νότο, αποτέλεσε αποφασιστικό πλήγμα για τον πολιτισμό τους.

Οι Δωριείς, ισχυρότεροι και οπλισμένοι με σιδερένια όπλα, ανάγκασαν μέρος των Αχαιών να μετακινηθεί. Με αρχηγό τον Τισαμενό, γιο του Ορέστη, κατέφυγαν στην περιοχή της σημερινής Αχαΐας, εκδίωξαν τους Ίωνες (που πήγαν στην Αττική) και οργανώθηκαν σε μια συμμαχία 12 πόλεων. Άλλες ομάδες Αχαιών εγκαταστάθηκαν σε νησιά (Λέσβος, Τένεδος κ.α.) στα Μικρασιατικά παράλια και σε άλλα μέρη. Ακόμη, ομάδες Αχαιών και Αρκάδων πήγαν στην Κρήτη, ενώ αποίκησαν και στην Κύπρο. Έτσι ή κάθοδος και η επιβολή των Δωριέων σήμανε και το τέλος του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.

Ο αποικισμός της Κύπρου: Το όλο, όσο και σημαντικότατο, για την Κύπρο ζήτημα του αποικισμού της από τους Αχαιούς είναι πολυσυζητημένο, εκφράστηκαν δε κατά καιρούς πολλές απόψεις από επιστήμονες. Γίνεται αποδεκτό ότι το κύριο μεταναστευτικό ρεύμα Αχαιών προς την Κύπρο πραγματοποιήθηκε μετά την κάθοδο των Δωριέων και ήταν αποτέλεσμά της, αφού οι τελευταίοι εκδίωξαν τους Αχαιούς. Ωστόσο επαρκείς μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι Αχαιοί άποικοι είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο και πιο πριν.

Στενές σχέσεις των Αχαιών με την Κύπρο αναφέρονται στην εποχή αμέσως πριν την έναρξη του Τρωικού πολέμου. Στην Ιλιάδα του Ομήρου για παράδειγμα βρίσκουμε αναφορά σε σχέσεις του Κυπρίου βασιλιά Κινύρα με τον αρχηγό των Μυκηναίων-Αχαιών Αγαμέμνονα. Η Παλαίπαφος ευημερούσε ήδη τότε, βρισκόμενη στη νοτιοδυτική Κύπρο κι όχι μακριά από τη θάλασσα. Ο μυθικός βασιλιάς της (και ίσως βασιλιάς ολόκληρης της Κύπρου) Κινύρας, είχε στείλει δώρο στον αρχηγό των Ελλήνων Αγαμέμνονα ένα θαυμάσιο θώρακα που τον περιγράφει ο Όμηρος (Ιλιάς, Λ 15-28) :...Κι εβόησε των Αχαιών ν' αρματωθούν ο Ατρείδης και με χαλκόν αστραφτερό ο ίδιος οπλιζόταν. Τα σκέλη πρώτα με λαμπρές κνημίδες έζωσε όλα οπού εθηλυκώνονταν με ολάργυρες περόνες. Το στήθος σκέπασε έπειτα με θώρακα οπού δώρο φιλοξενίας άλλοτε του έδωσε ο Κινύρας, ότι το μέγα άκουσμα στην Κύπρο είχε φθάσει πως αρμένιζαν οι Αχαιοί ν' ανέβουν εις την Τροία. όθεν εφιλοδώρησε αυτός τον βασιλέα και δώδεκα είχε ο θώρακας κλωστές από χρυσάφι, δέκα από μαύρον χάλυβα κι είκοσι κασσιτέρου, και δράκοντες χαλυβικοί τρεις από κάθε μέρος ως τον λαιμό απλώνονταν, ως Ίριδες, που ο Δίας σταίνει στα νέφη φοβερό σημάδι στους ανθρώπους...

Το ακριβό δώρο του Κύπριου βασιλιά, αντάξιο του αρχιστράτηγου των Ελλήνων, δε φανερώνει μόνο τις συνθήκες ευημερίας του νησιού. Φανερώνει και τη στενή επαφή μεταξύ Μυκηναίων και Κυπρίων ήδη πριν από τον Τρωικό πόλεμο αλλά εμπεριέχει και συμβολισμό. Η αναφορά επίσης του Ομήρου ότι "ο Αγαμέμνονας με χαλκόν αστραφτερό οπλιζόταν", παραπέμπει στο τόσο σημαντικό μέταλλο της κυπριακής γης, αφού συνδέεται με το πολύτιμο δώρο που του είχε έρθει από την Κύπρο.

Την αναμφισβήτητη εγκατάσταση Αχαιών στην Κύπρο και την ειρηνική επιβολή στο ντόπιο στοιχείο, τους λεγόμενους Ετεοκυπρίους, αποδεικνύουν πολλές μαρτυρίες από αρχαιολογικά ευρήματα, φιλολογικές πηγές, γλωσσολογικές ομοιότητες, μύθους, παραδόσεις και λατρείες.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν ότι επαφές της Κύπρου με την Κρήτη και το Αιγαίο πραγματοποιούνται τουλάχιστον από το 2000 π.Χ. περίπου. Μεταξύ 1400 και 1300 π.Χ., οπότε οι Μυκηναίοι επιβλήθηκαν στους Κρήτες και κυριάρχησαν στο Αιγαίο, στην Κύπρο ανθούσε μια σημαντική αλλά κερδοφόρα "βιομηχανία", η εκμετάλλευση του χαλκού. Ήταν φυσικό, η εμπορία του πολύτιμου μετάλλου που εξορυσσόταν, γινόταν αντικείμενο επεξεργασίας στο νησί και εξαγόταν στις γύρω χώρες, να ελκύσει την κυρίαρχη πια δύναμη στην Ελλάδα, τους Μυκηναίους. Έτσι την εποχή αυτή Μυκηναίοι έμποροι έφτασαν στην Κύπρο και εγκαταστάθηκαν κυρίως στα εμπορικά κέντρα που υπήρχαν στα ανατολικά και στα νότια παράλια του νησιού.

Οι Μυκηναίοι έμποροι που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο δε φαίνεται να ασχολήθηκαν αποκλειστικά και μόνο με την εμπορία του χαλκού. Αντίθετα, με βάση τους την Κύπρο, επέκτειναν τις εμπορικές τους δραστηριότητες και στις χώρες της Εγγύς Ανατολής. Είναι επίσης πολύ πιθανό ότι μαζί με τους Μυκηναίους εμπόρους είχαν έρθει κι εγκατασταθεί στην Κύπρο και τεχνίτες από την Αργολίδα της Πελοποννήσου. Ίσως ήταν προτιμότερη η κατασκευή εμπορεύσιμων στην Ανατολή αντικειμένων εδώ στην Κύπρο, παρά η μεταφορά τους από τη μακρινή Πελοπόννησο, μια μεταφορά που συνεπαγόταν αρκετούς θαλασσινούς κινδύνους με απώλειες και ζημιές. Η πληθώρα μυκηναϊκών αγγείων και άλλων ειδών που βρίσκονται στην Κύπρο, καθώς και των κυπριακής κατασκευής αντικειμένων με ζωηρή την επίδραση μυκηναϊκών και αιγαιακών στοιχείων που μάλιστα αναμειγνύονται και με κυπριακά, καθιστά σχεδόν βέβαιη την υπόθεση για την άφιξη κι εγκατάσταση στην Κύπρο Μυκηναίων τεχνιτών, που ασκούν τώρα στο νησί τις τέχνες τους. Μεταξύ του τεράστιου αριθμού μυκηναϊκών αγγείων που απαντώνται τώρα στην Κύπρο, προσφιλέστερα είναι τα αγγεία ζωγραφικού ρυθμού, με παραστάσεις κυρίως αρμάτων, ζώων και πουλιών.

Παράλληλα υπάρχει και η θεωρία ότι τα πολλά μυκηναϊκά αγγεία, παρά το μεγάλο αριθμό τους, κατασκευάζονταν στην Πελοπόννησο και μεταφέρονταν στην Κύπρο, απ' όπου γινόταν η εμπορία τους στις γύρω χώρες. Αλλά είτε κατασκευάζονταν στην Κύπρο τα αγγεία αυτά από εγκατεστημένους στο νησί Μυκηναίους τεχνίτες, είτε μεταφέρονταν εδώ από Μυκηναίους εμπόρους, το γεγονός των στενών και πυκνών εμπορικών σχέσεων των Αχαιών με την Κύπρο παραμένει. Και βέβαια οι εμπορικές αυτές σχέσεις δεν ήταν δυνατό να μη συνοδεύονται και από άλλες ή να επηρεάζουν άλλες σχέσεις, όπως πολιτικές και πολιτιστικές.

Σημαντικό είναι το γεγονός ότι η άφιξη και εγκατάσταση των Αχαιών στην Κύπρο, και κυρίως στην Έγκωμη, στο Κίτιον, στην Παλαίπαφο, στην Αθηένου κ.α., πραγματοποιήθηκε σε μία εποχή κατά την οποία και άλλοι λαοί (Χετταίοι, Αιγύπτιοι) εποφθαλμιούσαν το νησί, που δέχτηκε και επιδρομές. Αυτή την περίοδο αναφέρονται επιδρομές θαλασσινού λαού, των Υκσώς, στην Κύπρο.

Οι Υκσώς, που λυμαίνονταν την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, κατατροπώθηκαν τελικά από τους Αιγυπτίους κι επικράτησαν συνθήκες ασφαλέστερης διεξαγωγής του εμπορίου μεταξύ της Κύπρου και των γειτονικών της χωρών. Ίσως η ευεργεσία αυτή των Αιγυπτίων να ήταν που εκφράστηκε με την καταβολή από τη μεριά της Κύπρου κάποιου είδους φόρου, πληρωμένου στην Αίγυπτο με τάλαντα χαλκού, όπως προκύπτει από τις πινακίδες της Τελ ελ Αμάρνα που περιέχουν αλληλογραφία μεταξύ του (άγνωστου) βασιλιά της Αλασίας (Κύπρου) και του Φαραώ Ακενατόν.

Εκτός όμως από τους Υκσώς, σε πινακίδες της Τελ ελ Αμάρνα και του Μπογκάζκιοϊ (Μικρά Ασία) υπάρχουν αναφορές και για επιδρομές κατά της Κύπρου των Λούκι, προερχομένων από τη Μικρά Ασία, κατά τις αρχές του 14ου π.Χ. αιώνα. Ακόμη, στις πινακίδες του Μπογκάζκιοϊ υπάρχει και αναφορά για υποταγή της Κύπρου στους Χετταίους. Δεν υπάρχουν όμως σαφείς ενδείξεις για μια τέτοια υποταγή και η σχετική αναφορά είναι, πιθανότατα, μια από τις συχνές σε ανατολικά κείμενα κομπαστικές εκφράσεις για μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες, που όμως δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Τα κτερίσματα, πάντως, που προέρχονται από τους τάφους της εποχής αυτής της Ύστερης Χαλκοκρατίας, περιλαμβάνουν πολλά μυκηναϊκά αγγεία, χρυσά κοσμήματα, αντικείμενα από αλάβαστρο και φαγεντιανή σκαραβαίους, σφραγιδοκύλινδρους, μέχρι και αυγά στρουθοκαμήλων και άλλα εξωτικά είδη που εισάγονταν, αποδεικνύουν δε τον πλούτο και την ευμάρεια που χαρακτήριζε μια, τουλάχιστον, τάξη του πληθυσμού, εκείνη των εμπόρων.

Οι έμποροι από τις Μυκήνες προχώρησαν σταδιακά και στα ενδότερα του νησιού, και φαίνεται ότι είχαν εγκατασταθεί και σε περιοχές όπως η Σίντα, η Αθηένου, ακόμη και η Λευκωσία. Σε αρκετές από τις περιοχές στις οποίες εγκαταστάθηκαν, και παρά το γεγονός ότι ήταν έμποροι, επηρέασαν τους ντόπιους πληθυσμούς με τις γνώσεις και την πείρα τους και σε τομείς όπως ο στρατιωτικός. Έτσι, σε χώρους όπως η Έγκωμη, το Κίτιον, η Σίντα και η Μάα-Παλαιόκαστρο (στην Πάφο), βλέπουμε να κτίζονται "κυκλώπεια" τείχη.

Οι σχέσεις των Μυκηναίων εμπόρων και, ίσως, και άλλων που ζούσαν κι εργάζονταν στην Κύπρο, με τον ντόπιο πληθυσμό φαίνεται να ήταν όχι μόνο αρμονικές αλλά και στενότερες ακόμη, κι αντικατοπτρίζονται και στις γενικότερες σχέσεις της Κύπρου με τις Μυκήνες, που κι αυτές εκφράζονται με το πολύτιμο δώρο που ο βασιλιάς της Κύπρου Κινύρας - χάρισε στον αρχηγό των Μυκηναίων - και όλων των Ελλήνων - Αγαμέμνονα, τις παραμονές της εκστρατείας στην Τροία, γεγονός που υπογραμμίζεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα, κι έχει αναφερθεί πιο πάνω.

Η Κύπρος, ωστόσο, δε συμμετείχε στην πανελλήνια εκστρατεία κατά της Τροίας. Το γεγονός τούτο εξηγείται όχι μόνο από την απόσταση και τη γεωγραφική θέση της Κύπρου, αλλά και από το ότι παρά τις υπάρχουσες ήδη σχέσεις του νησιού με τον ελληνικό χώρο, ο εξελληνισμός του δεν είχε ακόμη επιτευχθεί, αλλά έμελλε να συντελεστεί μετά το τέλος του θρυλικού εκείνου πολέμου.

Ο μαζικός, κατά αλλεπάλληλα κύματα, αποικισμός της Κύπρου από τους Αχαιούς συνδέθηκε στις αρχαίες παραδόσεις με το τέλος του Τρωικού πολέμου και τις περιπλανήσεις των Ομηρικών ηρώων που επέστρεφαν μαζί με τους πολεμιστές, τους σκλάβους και τα λάφυρά τους, από την πυρπολημένη και λεηλατημένη Τροία. Ωστόσο θεωρείται σήμερα βέβαιο ότι ο αποικισμός της Κύπρου από τους Αχαιούς (όπως κι ο αποικισμός από τους ίδιους των ακτών της Μικράς Ασίας καθώς και άλλων περιοχών) οφείλεται σε εκτοπισμό τους από τους ισχυρότερους Δωριείς μετά την κάθοδο των τελευταίων μέχρι την Πελοπόννησο.

Στις αρχαίες παραδόσεις, όμως, που διασώζονται από αρχαίους συγγραφείς, οι επώνυμοι Έλληνες ιδρυτές των κυπριακών πόλεων-βασιλείων ήταν ήρωες του Τρωικού πολέμου: Ο Τεύκρος, από το νησί της Σαλαμίνας, διωγμένος από τον πατέρα του Τελαμώνα, ίδρυσε στην Κύπρο την ένδοξη Σαλαμίνα.

Ο Αγαπήνωρ, από την Αρκαδία της Πελοποννήσου, ήρθε στην Κύπρο εξαιτίας μιας θαλασσοταραχής και έκτισε τη Νέα Πάφο.

Ο Χαλκάνωρ, ή Χαλκήνωρ, υπήρξε ο οικιστής του Ιδαλίου.

Ο Πράξανδρος, από τη Λακωνία, ίδρυσε τη Λάπηθο.

Ο Δημοφών έκτισε την Αίπεια, κοντά στους Σόλους.

Ο Χύτρος έδωσε το όνομά του στην πόλη Χύτροι.

Οι Αργείοι ίδρυσαν την Ασίνη, πόλη με το ίδιο όνομα σημαντικής πόλης στην Αργολίδα της Πελοποννήσου.

Ακόμη αναφέρεται ο Ακάμας, που ίδρυσε την Ακαμαντίδα και έδωσε το όνομά του στην δυτική χερσόνησο της Κύπρου. Οι κάτοικοι του Κουρίου, σύμφωνα με μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων, θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους Αργείων αποίκων, ενώ και άλλες πόλεις που ιδρύθηκαν στο νησί διέσωσαν ονομασίες αρχαίων ελληνικών πόλεων, που αντικατοπτρίζουν τις μνήμες που έφεραν οι νέοι άποικοι μαζί τους (Κερύνεια, Δύμες, Αχαιών Ακτή κ.α.) .

Αναφέρονται ακόμη, σε φιλολογικές πηγές, και άλλοι Έλληνες που ήρθαν στην Κύπρο μετά τα Τρωικά, όπως ο Φείδιππος, ο Φάληρος, ο Μενέλαος, ο Κηφεύς.

Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, το τοπωνύμιο Αχαιών Ακτή στις βόρειες ακτές της Καρπασίας, κοντά στο χωριό Γιαλούσα, υποδηλώνει το μέρος στο οποίο αποβιβάστηκαν οι πρώτοι Αχαιοί άποικοι με αρχηγό τον Τεύκρο τον Τελαμώνιο.

Βέβαια οι αναφερόμενοι κτήτορες κυπριακών πόλεων μετά τον Τρωικό πόλεμο δεν είναι όλοι Αχαιοί με την έννοια Αχαιοί-Μυκηναίοι, είναι όμως όλοι Αχαιοί με την ομηρική έννοια Αχαιοί-Έλληνες.

Ο Ηρόδοτος διασώζει μαρτυρία ότι μεταξύ του κυπριακού πληθυσμού, στις μέρες του, περιλαμβάνονταν απόγονοι Αθηναίων, Αργείων, Αρκάδων, Σαλαμινίων και άλλων αποίκων από διάφορα ελληνικά μέρη. Θα πρέπει ν' αποδεχτούμε ότι, εκτός από τους Αχαιούς (Μυκηναίους), η Κύπρος δέχτηκε στη συνέχεια και άλλους άποικους από διάφορα ελληνικά μέρη, γι' αυτό κι είναι επιτρεπτό, όταν μιλάμε για αποικισμό του νησιού από Αχαιούς, με τον όρο Αχαιοί να εννοούμε όλους τους Έλληνες, πράγμα που απαντά και στα Ομηρικά έπη, κι όχι μόνο τους Μυκηναίους.

Είδαμε ότι ήδη πριν από τον Τρωικό πόλεμο βρίσκονταν εγκατεστημένοι στην Κύπρο Μυκηναίοι έμποροι και, ίσως, και τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων. Συνεπώς οι σχέσεις μεταξύ Κύπρου κι ελληνικού χώρου υπήρχαν και τα κύματα των Αχαιών αποίκων που έφτασαν αργότερα, έπλευσαν, ακολουθώντας έναν γνωστό ήδη, και πολυσύχναστο, θαλάσσιο εμπορικό δρόμο, κι όχι πλέοντας στα τυφλά, προς το άγνωστο, και φθάνοντας τυχαία είτε παρασυρόμενοι από θαλασσοταραχή, όπως θέλει η αρχαία παράδοση.

Τα ποικίλα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι ο κύριος και μαζικός αποικισμός της Κύπρου από τους Αχαιούς μπορεί να τοποθετηθεί χρονολογικά μεταξύ του 1230 και του 1190 π.Χ. Η εγκατάστασή τους στο νησί δε φαίνεται να έγινε βίαια και δε μαρτυρείται καμιά σοβαρή αναταραχή ή σύγκρουση των νεοφερμένων με τους αυτόχθονες. Αν συνέβαινε βίαια η μεταφύτευσή τους στην κυπριακή γη, οπωσδήποτε θα υπήρχαν αρνητικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς και θα παρατηρούνταν ανακοπή ή διαταραχή της πολιτιστικής και της γενικότερης ανάπτυξης του τόπου εξαιτίας των συγκρούσεων, ενώ αντίθετα τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν, ομαλή εξέλιξη και μάλιστα ώθηση σε μερικούς τομείς, όπως η μεταλλοτεχνία.

Μια ανωμαλία, προϊόν βιαιότητας, που παρατηρείται προς το τέλος της περιόδου μετανάστευσης των Αχαιών στην Κύπρο, οφείλεται σε επιδρομές των Λαών της θάλασσας, που αναφέρονται σε ανατολικές πηγές και που θεωρείται ότι ήταν οι Φιλισταίοι. Νικήθηκαν όμως από τους Αιγυπτίους, που είχαν αρχηγό το Φαραώ Ραμσή Γ', το 1191 π.Χ., και η ηρεμία αποκαταστάθηκε στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.

Η εγκατάσταση των Αχαιών στην Κύπρο ήταν ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του νησιού και επηρέασε αποφασιστικά την μετέπειτα πορεία των κατοίκων του. Οι Αχαιοί ζούσαν αρμονικά δίπλα στους Ετεοκυπρίους και σιγά-σιγά επέβαλαν τη δική τους παρουσία. Πήραν την πολιτική και στρατιωτική εξουσία στα δικά τους χέρια και ουσιαστικά εξελλήνισαν την Κύπρο.

Η επίδρασή τους ήταν αποφασιστική σ' όλους τους τομείς: θρησκεία, τέχνη, πολιτισμό, αρχιτεκτονική κλπ. Αλλά και πιο γενικά, οργάνωσαν και δημιούργησαν τις πόλεις-βασίλεια σύμφωνα με τα δικά τους πρότυπα. Ταυτόχρονα οι ίδιοι οι Αχαιοί αφομοίωσαν πολλά στοιχεία του πολιτισμού των αυτοχθόνων κατοίκων του νησιού, ενώ οι ανατολικές επιδράσεις, όπως και το εμπόριο και άλλες επαφές, δε σταμάτησαν.

Οι Αχαιοί έφεραν μαζί τους στην Κύπρο τον ελληνικό τους πολιτισμό. Στη θρησκεία, για παράδειγμα, συναντάμε αρχικά τη λατρεία του Απόλλωνα Κεραιάτη, θεού προστάτη των βοσκών στην Αρκαδία, και αργότερα τη λατρεία σημαντικών θεοτήτων του ελληνικού πανθέου (Ζευς, Αθηνά, Άρτεμις, Ήρα, Απόλλων) . Στον τομέα της επικής ποίησης έχουμε τα Κύπρια Έπη. Στον τομέα της αρχιτεκτονικής, έχουμε πολλά συγγενικά στοιχεία. Στον τομέα της γλώσσας, οι μελετητές ταξινομούν την κυπριακή διάλεκτο μαζί με την αρκαδική, στη νοτιοαχαϊκή γλωσσολογική ομάδα, δηλαδή στη γλώσσα που χρησιμοποιούνταν στην Πελοπόννησο πριν από την κάθοδο των Δωριέων και την παρακμή του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Τον πολιτισμό τους αυτό οι άποικοι από την Ελλάδα τον μεταφύτεψαν στην Κύπρο, και το γεγονός τούτο ήταν καθοριστικό στην ιστορική εξέλιξη και πορεία των Κυπρίων μέσα στο χρόνο.

Λίγο μετά την αποίκηση των Αχαιών, ισχυροί σεισμοί φαίνεται ότι κατέστρεψαν τις κυπριακές πόλεις, ενώ ταυτόχρονα νέα κύματα Ελλήνων αποίκων, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου, έφτασαν στην Κύπρο. Η κοινή προσπάθεια ανοικοδόμησης των πόλεων και ίδρυσης καινούριων θα πρέπει να συνέδεσε ακόμη πιο πολύ τους αποίκους με αυτόχθονες. Σημαντικές μέχρι τότε πόλεις, όπως η Έγκωμη, εγκαταλείπονται. Άλλες, όπως η Παλαίπαφος και το Κίτιον, ανοικοδομούνται. Οι νέες πόλεις που ιδρύονται (από τους ήρωες του Τρωικού πολέμου κατά την παράδοση), αναπτύσσονται με κυρίαρχη την αριστοκρατική τάξη των Μυκηναίων-Αχαιών και με αρχηγό το βασιλιά, οργανώνονται δε σε πόλεις-κράτη, που θα διατηρήσουν τη δομή τους αυτή μέχρι και τα Ελληνιστικά χρόνια (Σαλαμίνα, Λάπηθος, Κίτιον, Κούριον, Σόλοι, Πάφος κ.α.) .

Ακολούθησε μια "σκοτεινή περίοδος" (από το 950 ως το 850 π.Χ. περίπου), για την οποία ελάχιστα είναι γνωστά. Οι Φοίνικες, που άρχισαν τότε να εγκαθίστανται στην Κύπρο (και κυρίως στο Κίτιον) και οι εισβολείς και κατακτητές που ακολούθησαν (Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες), καθώς και όλοι οι μετέπειτα κατακτητές μέχρι τη σύγχρονη εποχή, δεν μπόρεσαν να επιβάλουν στο νησί ουσιαστικές εθνολογικές αλλαγές. Η ελληνική συνείδηση, την οποία μεταφύτεψαν στην Κύπρο οι πρώτοι Αχαιοί άποικοι, παραμένει ζωντανή και, μέχρι σήμερα, αντικατοπτρίζεται έντονα στη ζωή του νησιού, στον πολιτισμό του και στους άρρηκτους δεσμούς του με την Ελλάδα.

Τα πολλά και ανεξάρτητα βασίλεια που ιδρύθηκαν μετά τον αποικισμό του νησιού από τους Αχαιούς, αντικατέστησαν το ένα κι ενιαίο κυπριακό βασίλειο που πιθανότατα κάλυπτε ολόκληρο το νησί με την εξουσία του πριν από τον αποικισμό. Τα νέα βασίλεια, που οργανώθηκαν στον τύπο της πόλης-κράτους, εκτός από τις ίδιες τις πόλεις που έγιναν οι έδρες τους, κατείχαν και μικρότερες ή μεγαλύτερες εκτάσεις κυπριακής γης γύρω από τις πρωτεύουσές τους. Άλλα απ' αυτά θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ήταν πλουσιότερα (με περισσότερες εκτάσεις γης για καλλιέργειες ή με φυσικούς πόρους για εκμετάλλευση) και άλλα φτωχότερα. Τα περισσότερα είχαν παραθαλάσσια πόλη-πρωτεύουσα με λιμάνι.

Επειδή ιδρυτές των νέων βασιλείων ήταν οι Αχαιοί άποικοι, οι οποίοι κι είχαν σε σχετικά σύντομο διάστημα κυριαρχήσει στον ντόπιο πληθυσμό και καταστεί η άρχουσα τάξη, τα βασίλεια ήταν ελληνικού τύπου με Έλληνες βασιλιάδες. Δεν επέζησαν όμως μέχρι το τέλος του θεσμού των βασιλείων και τα δώδεκα, και δεν παρέμειναν όλα καθαρά ελληνικά. Μερικά καταργήθηκαν γρηγορότερα, ενώ άλλα (όπως το Ιδάλιον και η Ταμασσός) υποδουλώθηκαν σε άλλα (στην περίπτωση των δύο που αναφέρθηκαν, η υποδούλωσή τους έγινε στο Κίτιον) . Το Κίτιον, πάλι, περιήλθε κατά την Κυπρογεωμετρική εποχή στην κατοχή Φοινίκων αποίκων και στο εξής παρέμεινε η κυριότερη αποικία και βάση των Φοινίκων στο νησί. Επίσης, κατά καιρούς, τα υπόλοιπα βασίλεια απέκτησαν είτε Φοίνικες είτε φιλοπέρσες ηγεμόνες.

Περίπου στο τέλος της εποχής του Χαλκού, δηλαδή κάπου μεταξύ 1150 και 1050 π.Χ., η Κύπρος χτυπήθηκε από ισχυρούς σεισμούς που προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές. Μερικές από τις μεγάλες πόλεις του νησιού, όπως η Έγκωμη, που έπαθαν εκτεταμένες καταστροφές, εγκαταλείφτηκαν. Άλλες πόλεις, όπως το Κίτιον και η Παλαίπαφος, ανοικοδομήθηκαν. Επειδή η περίοδος αυτή των καταστροφών χρονολογικά συμπίπτει περίπου με την άφιξη του τελευταίου κύματος Αχαιών αποίκων, οι άποικοι αυτοί δεν εγκαταστάθηκαν, όπως οι προηγούμενοι, στις υπάρχουσες πόλεις αλλά οικοδόμησαν καινούργιες.

Εκτός από την πολεμική πείρα τους, οι Αχαιοί έφεραν μαζί τους στη νέα τους πατρίδα και τις γνώσεις τους στους άλλους τομείς (όπως για παράδειγμα στην αρχιτεκτονική) . Έφεραν ακόμη μαζί τους τα ήθη και τα έθιμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία τους, τις ικανότητές τους σε τέχνες (όπως για παράδειγμα στη μεταλλοτεχνία που θα γνωρίσει τώρα μια νέα ανάπτυξη), γενικά τον πολιτισμό τους. Όπως όμως ήταν φυσικό, σημαντικά στοιχεία του δικού τους πολιτισμού σύντομα όσο και μοιραία αναμείχτηκαν με στοιχεία του πολιτισμού των Ετεοκυπρίων, δίνοντας τελικά μια νέα όσο κι ενδιαφέρουσα σύνθεση. Αλλά και στους αιώνες που ακολούθησαν, κι επειδή γεωγραφικά η Κύπρος βρίσκεται σε ένα καίριο σταυροδρόμι, δεν έλειψαν οι συνεχείς ξένες επιδράσεις και κυρίως οι επιδράσεις από την Ανατολή. Έτσι, στην Κύπρο συναντήθηκαν, μετά την άφιξη κι εγκατάσταση των Αχαιών, ο δυτικός κι ο ανατολικός πολιτισμός, και από την ανάμειξη αυτή εξελίχθηκε ο πολυσύνθετος αρχαίος Κυπριακός πολιτισμός. Οι επαφές και με τον ελληνικό χώρο συνεχίστηκαν, μάλιστα τώρα αυξήθηκαν. Έτσι σαν σταυροδρόμι, η Κύπρος δεν έπαιρνε μόνο αλλά έδινε κιόλας. Στον τομέα της θρησκείας, για παράδειγμα, είναι αποδεκτό ότι πολλές από τις σημιτικές, αιγυπτιακές και άλλες θεότητες της Ανατολής έφτασαν στην Ελλάδα περνώντας από την Κύπρο, κι εκεί προσαρμόστηκαν στις τοπικές συνθήκες κι εξελίχτηκαν σε θεότητες του ελληνικού πανθέου, για να επανέλθουν στην Κύπρο με τη νέα, ελληνική υπόστασή τους. Βλέπουμε έτσι να λατρεύονται κατά καιρούς στην Κύπρο θεότητες καθαρά ελληνικές, θεότητες ανατολικές που εξελληνίστηκαν, θεότητες αιγυπτιακές, θεότητες φοινικικές κλπ. Η Αφροδίτη Αστάρτη είναι ένα παράδειγμα. Ο Ηρακλής- Μελκάρτ είναι επίσης ένα παράδειγμα, η Αθηνά-Ανάτ, όπως κι ο Δίας- Άμμων κλπ.

Παρ' όλες όμως τις ανατολικές επιδράσεις, όσο κι αν αυτές άφηναν τα ίχνη τους και συνέβαλαν στη διαμόρφωση του Κυπριακού πολιτισμού, μάλιστα δε παρ' όλη τη μακρόχρονη υποδούλωση του νησιού σε λαούς της Ανατολής (κυρίως στους Πέρσες) που ακολούθησε, αξιοθαύμαστο παραμένει το γεγονός ότι από αυτό το σημείο και στο εξής η Κύπρος θα διατηρήσει την ελληνικότητά της και δε θα επηρεαστεί σε καίριο βαθμό από πλησιέστερους σ' αυτήν ανατολικούς πολιτισμούς.

Ο εξελληνισμός του νησιού, που πραγματοποιήθηκε μετά την άφιξη κι εγκατάσταση των Αχαιών-Ελλήνων, θα είναι τελεσίδικος και θ' αντέξει στο χρόνο.

Απο την LivePedia.gr

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>


www.hellenica.de