Κύπρος , Τουρκοκρατία


Η τουρκική κατοχή της Κύπρου, η Τουρκοκρατία, διάρκεσε άλλους τρεις και πλέον αιώνες (από το 1570/71 μέχρι το 1878), κάλυψε δηλαδή τους πρώτους τρεις αιώνες των Νέων και Νεότερων χρόνων της κυπριακής ιστορίας.

Η κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους, και η βίαιη προσάρτησή του στην Οθωμανική αυτοκρατορία, επέφερε ριζικές αλλαγές στην Κύπρο. Αρχικά, οι Λατίνοι, περιλαμβανομένης και της Λατινικής Εκκλησίας της Κύπρου, εκδιώχθηκαν για το συμφέρον του ντόπιου πληθυσμού. Η Ορθόδοξη Κυπριακή Εκκλησία όχι μόνο αποκατέστησε τα δικαιώματά της αλλά και μπόρεσε να επαναφέρει τις τέσσερις επισκοπικές της έδρες, στις πόλεις (την αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία, ενώ οι υπόλοιπες τρεις ήταν οι έδρες Πάφου, Κιτίου και Κερύνειας), σύντομα δε έγινε και πάλι η επίσημη Εκκλησία του νησιού που, αργότερα, θα της αναγνωριζόταν από τους Τούρκους και η εθναρχική της ιδιότητα. Οι καθεδρικοί ναοί των Λατίνων, κτίσματα λαμπρής γοτθικής αρχιτεκτονικής, όπως οι ναοί της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία και του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο, καθώς και άλλες εκκλησίες, μετατράπηκαν σε τζαμιά με τις απαραίτητες αλλαγές (όπως η προσθήκη μιναρέδων) . Ο ντόπιος ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου, που υπολογίστηκε ότι ανερχόταν αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση σε 150.000 περίπου, αναμφίβολα περιήλθε τότε σε καλύτερη θέση παρά κατά τις δύο προηγούμενες περιόδους (Φραγκοκρατίας και Βενετοκρατίας), τουλάχιστον στην αρχή της Τουρκοκρατίας. Υπό το νέο καθεστώς οι Έλληνες του νησιού μπορούσαν τώρα τουλάχιστον να έχουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας και να είναι κύριοι κτηματικών περιουσιών, όμως έναντι καταβολής φόρων, που, συνήθως, ήταν και πάλι υπέρογκοι.

Διοικητικά η Κύπρος πέρασε στη δικαιοδοσία του μεγάλου βεζίρη ο οποίος και διόριζε το γενικό διοικητή ή κυβερνήτη (πασά) του νησιού. Ο κυβερνήτης υποβοηθιόταν στο έργο του από τοπικούς ανώτερους και κατώτερους διοικητικούς υπαλλήλους. Έδρα της διοίκησης ήταν η πρωτεύουσα Λευκωσία και το νησί διαιρέθηκε σε διαμερίσματα (κατηλίκια) των οποίων ο αριθμός ήταν διάφορος κατά καιρούς, κυμαινόμενος από 14 σε 17.

Μια νέα επίσης εξέλιξη, που ήταν σημαντική και που διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις και στην όλη ιστορική πορεία του νησιού, ήταν η εγκατάσταση σε αυτό Τούρκων κατοίκων που θα δημιουργούσαν, μαζί με τους Χριστιανούς που είχαν εξαναγκαστεί κατά καιρούς να εξισλαμιστούν, μια σοβαρή μειονότητα που σταδιακά θα αναγνωριζόταν ως κοινότητα (αν και αριθμητικά αποτελούσε πάντοτε μειοψηφία κάτω του 20%) . Συνήθως οι Τούρκοι αυτοί έμεναν σε ελληνικά χωριά που γίνονταν έτσι τώρα μεικτά. Αρκετά από αυτά σταδιακά έγιναν πλήρως τουρκικά, ενώ νέα, καθαρά τουρκικά χωριά, δεν είχαν ιδρυθεί παρά ελάχιστα. Μέχρι σήμερα υπάρχουν στην Κύπρο και τα τρία είδη χωριών, από εθνογραφική άποψη, δηλαδή τα αμιγή ελληνικά, τα αμιγή τουρκικά και τα μεικτά. Ο διαχωρισμός που επήρθε βίαια με την τουρκική εισβολή του 1974 διαφοροποίησε την κατάσταση αυτή.

Κατά την πρώτη περίοδο της τουρκικής κατοχής του νησιού έγιναν μερικές προσπάθειες, κατευθυνόμενες από την Ευρώπη, για υποκίνηση του ντόπιου πληθυσμού σε εξέγερση με σκοπό την εκδίωξη των νέων κατακτητών, που δεν είχαν όμως αποτέλεσμα. Αργότερα οι Κύπριοι, κυρίως με πρωτοβουλία της Εκκλησίας, επανειλημμένα απευθύνθηκαν σε Χριστιανούς ηγεμόνες της Ευρώπης (όπως εκείνους της Ισπανίας, της Σαβοΐας, της Νεάπολης) για παροχή βοήθειας για την απελευθέρωση της Κύπρου, χωρίς όμως να βρουν ανταπόκριση.

Αν και ο ντόπιος πληθυσμός απέκτησε τότε κάποια δικαιώματα, ωστόσο η όλη κατάσταση στο νησί δε σημείωσε βελτίωση, έγινε μάλιστα το αντίθετο. Το νέο καθεστώς, ενώ παραχώρησε κάποιες ελευθερίες στους Κυπρίους, γενικά δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για την ανάπτυξη του τόπου, ενώ ενδιαφερόταν αποκλειστικά για την εκμετάλλευσή του. Κύρια χαρακτηριστικά της διοίκησης (με ελάχιστες εξαιρέσεις προοδευτικών Τούρκων κυβερνητών), ήταν η κακή ή και ανύπαρκτη άσκηση της εξουσίας, η αυθαίρετη απονομή δικαιοσύνης, η αδιαφορία, η καταπίεση, η υπέρογκη επιβολή φορολογίας και η απουσία εκτέλεσης οποιωνδήποτε αναπτυξιακών έργων (είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας, δηλαδή το 1878, είχε κατασκευαστεί στην Κύπρο ένας μόνο δρόμος, εκείνος που ένωνε τη Λευκωσία με τη Λάρνακα. Η κατασκευή αυτού του έργου στοίχισε στο λαό επανειλημμένες όσο και υπερβολικές κάθε φορά φορολογικές επιβαρύνσεις) . Η κατάσταση αυτή, συνδυαζόμενη και με δύο άλλα στοιχεία, τη νέα ανατολίτικη νοοτροπία της κλειστής κοινωνίας και τις θεομηνίες (όπως η πανώλη, η επιδρομή ακρίδων, η ανομβρία κλπ. ), οδήγησαν σταδιακά ολόκληρη την Κύπρο σε κατάσταση πλήρους παρακμής. Τελικά η οικονομική εξαθλίωση σήμαινε και πολιτιστική και γενικότερη κατάπτωση, κατά την οποία ολόκληρος σχεδόν ο λαός ήταν αμόρφωτος και αναλφάβητος, όποιος δε γνώριζε τα στοιχειώδη (ανάγνωση και γραφή) αποτελούσε σπάνιο είδος ανθρώπου. Κατά συνέπεια, δεν ήταν δυνατό να γίνεται λόγος για παροχή έστω και στοιχειωδών υπηρεσιών σε βασικούς τομείς όπως για παράδειγμα η παιδεία, η υγεία κ.ά. Ιδίως από το 18ο αιώνα κ.ε. το ζήτημα της στοιχειώδους εκπαίδευσης επωμιζόταν η Εκκλησία που λειτουργούσε σχολές σε εκκλησίες και σε μοναστήρια και που αργότερα ίδρυσε σχολές και στις πόλεις. Στα χωριά κυρίως, η κατάσταση ήταν ακόμη πιο τραγική και τα παιδιά μπορούσαν να διδαχθούν ελάχιστα πράγματα αν και όταν οι ιερείς ήταν σε θέση να διδάξουν. Στον τομέα της υγείας διαδραμάτισαν ρόλο και πάλι τα μοναστήρια στα οποία καλόγεροι ασχολούνταν και με γιατροσόφια, γενικότερα δε ασκούνταν συνήθως η εμπειρική ιατρική από τσαρλατάνους, και πολύ σπάνια από ανθρώπους που είχαν κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις. Έτσι στις περιπτώσεις επιδημιών, ο λαός αποδεκατιζόταν με γοργό ρυθμό.

Η εθναρχική ιδιότητα της Κυπριακής Εκκλησίας αναγνωρίστηκε από τους Τούρκους στα μέσα του 17ου αιώνα, επίσημα δε, με έκδοση φιρμανίου, το 1754 στις μέρες της αρχιεπισκοπείας του Φιλοθέου. Εφαρμόστηκε δηλαδή έτσι και στην Κύπρο η γενικότερη πολιτική των Τούρκων απέναντι σε ολόκληρο τον υπόδουλο Ελληνισμό, σύμφωνα με την οποία οι θρησκευτικοί αρχηγοί αναγνωρίζονταν μεν ως εθνικοί εκπρόσωποι και ηγέτες του λαού, αλλά επιφορτίζονταν ταυτόχρονα και με διοικητικές ευθύνες και ευθύνες είσπραξης των φόρων. Αναγκασμένοι να ενεργούν και ως φοροεισπράκτορες, κι επειδή η φορολογία ήταν βαρύτατη, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες αρκετές φορές γίνονταν μισητοί στο λαό. Άλλες πάλι φορές καθώς ήταν υπόλογοι απέναντι στις τουρκικές αρχές, έβαζαν σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια τη ζωή τους σε περιπτώσεις ταραχών ή στάσεων. Γίνεται φανερό ότι κάτω από τις συνθήκες αυτές οι αρχιεπίσκοποι και οι λοιποί θρησκευτικοί ηγέτες διαδραμάτιζαν ένα σοβαρό όσο και περίεργο και δύσκολο, σε μερικές δε περιπτώσεις και επικίνδυνο ρόλο. Από την άλλη μεριά πάλι, η γενικότερη κρατική αδιαφορία αλλά και η όχι ασυνήθιστη ανεντιμότητα στην άσκηση της εξουσίας, δημιουργούσε ένα κλίμα πρόσφορο και για τους τοπικούς ιεράρχες και άλλους της ανώτερης τάξης για κακή διαχείριση, αυθαιρεσίες και ατομικό πλουτισμό ή ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών. Για το λόγο αυτό, σε όλη σχεδόν την περίοδο της Τουρκοκρατίας, απαντούν Κύπριοι ιεράρχες που επιτέλεσαν σοβαρό και αξιόλογο έργο, απαντώνται όμως και άλλοι που φάνηκαν πολύ κατώτεροι των περιστάσεων.

Η καταπίεση, αλλά και η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης και η επιβολή δυσβάστακτης φορολογίας, οδήγησαν σε αρκετές περιπτώσεις το λαό σε εξεγέρσεις. Συνήθως μάλιστα σε τέτοιες κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα ταραχές, συμμετείχαν τόσο Έλληνες όσο και Τούρκοι και αργότερα, και Λινοβάμβακοι (= Κρυπτοχριστιανοί) . Οι Λινοβάμβακοι ήταν Έλληνες Κύπριοι που προκειμένου να αποφύγουν τη μεγάλη καταπίεση κάθε είδους και τη βαρύτατη φορολογία, φανερά ασπάζονταν δήθεν το Μωαμεθανισμό και εκτουρκίζονταν, στα κρυφά όμως παρέμειναν Χριστιανοί. Τέτοιοι Λινοβάμβακοι υπήρχαν στην Κύπρο μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Όμως με την ενθάρρυνση των Βρετανών τελικά εκτουρκίστηκαν πλήρως, σε αυτό δε φέρει ευθύνη και η Εκκλησία της Κύπρου που όταν της ζητιόταν, αρνιόταν να τους δεχτεί πίσω στις τάξεις της.

Ένας άλλος θεσμός που εγκαθιδρύθηκε και στην Κύπρο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ήταν ο θεσμός του μεγάλου δραγουμάνου, του επίσημου μεταφραστή, αξίωμα που κατέληξε να συνεπάγεται και σημαντική πολιτική δύναμη. Γνωστότερος και σημαντικότερος δραγουμάνος (τέλη του 18ου αιώνα και αρχές του 19ου) ήταν ο Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος, που τελικά καρατομήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το αρχοντικό του, στη Λευκωσία (κοντά στην Αρχιεπισκοπή) σώζεται και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.

Σε ότι αφορά στις διάφορες εξεγέρσεις της περιόδου των τριών αιώνων της Τουρκοκρατίας, ή και τις προσπάθειες για εξέγερση, αναφέρουμε:

* Τις δραστηριότητες του Ισπανικής καταγωγής Κυπρίου Πέτρου Αβεντάνιου (στις αρχές του 17ου αιώνα) για επανάσταση με σκοπό την απελευθέρωση της Κύπρου και την προσπάθειά του για εξασφάλιση βοήθειας από το βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ' και άλλους ισχυρούς της Δύσης.

* Παρόμοιες δραστηριότητες του Έλληνα (Ροδίου) Καθολικού Φραγκίσκου Ακκίδα που, επίσης στις αρχές του 17ου αιώνα ενεργούσε ως πράκτορας του δούκα της Σαβοΐας Καρόλου Εμμανουήλ.

* Την προσπάθεια, επίσης κατά τις αρχές του 17ου αιώνα, του Βίκτωρα Ζεμπετού που το 1606 κ.ε. ηγήθηκε κινήματος στην Κύπρο, πιθανότατα σε συνεννόηση με τον τότε αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο και με γνώση του δούκα της Σαβοΐας και ίσως και άλλων Ευρωπαίων ηγετών. Αναφέρεται ότι στο κίνημα του Ζεμπετού συμμετείχαν πολλοί Έλληνες Κύπριοι που προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στους Τούρκους για τους οποίους αναφέρεται ο αριθμός των 3.500 νεκρών) . Τελικά η εξέγερση του Ζεμπετού δεν πέτυχε αφού η αναμενόμενη βοήθεια από την Ευρώπη δεν ήρθε. Το κίνημα καταπνίγηκε, ο Ζεμπετός διέφυγε στην Ευρώπη και ο λαός της Κύπρου έπαθε σκληρά αντίποινα.

* Παρενθετικά αναφέρουμε ότι όλες οι ενέργειες που έγιναν κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας βασίζονταν σε εξασφάλιση βοήθειας από την Ευρώπη και, ιδίως, από τη Σαβοΐα προς την οποία επανειλημμένα είχαν γίνει εκκλήσεις. Και τούτο, επειδή θεωρούνταν ότι ο δούκας της Σαβοΐας είχε νόμιμα δικαιώματα πάνω στην Κύπρο, από τα τέλη της Φραγκοκρατίας, εξαιτίας γάμου της βασίλισσας της Κύπρου Καρλότας με γόνο του οίκου της Σαβοΐας, το Λουδοβίκο. Μετά την εκθρόνησή της από τον Ιάκωβο Β', η Καρλότα είχε συνεχίσει (μετά το 1460) να διεκδικεί το θρόνο της Κύπρου. Τελικά είχε μεταβιβάσει τα δικαιώματά της στον οίκο της Σαβοΐας.

* Στα 1683-1690 σημειώθηκε άλλο κίνημα, υπό το Μεχμέτ αγά Βογιατζίογλου. Αν και το κίνημα αυτό ήταν αποτέλεσμα εσωτερικών αντιθέσεων της άρχουσας τάξης στο νησί, ωστόσο είχε κάποια απήχηση και στους χωρικούς, αρκετοί από τους οποίους είχαν πάρει μέρος.

* Κίνημα χωρικών, κυρίως Λινοβαμβάκων, αναφέρεται και στα 1700, δε γνωρίζουμε όμως λεπτομέρειες γι' αυτό, που φαίνεται ότι είχε περισσότερο κοινωνικό χαρακτήρα.

* Στα 1764-1766 νέο κίνημα σημειώθηκε, με χαρακτήρα κοινωνικοοικονομικό και με συμμετοχή Ελλήνων και Λινοβαμβάκων χωρικών. Το κίνημα καταπνίγηκε από στρατό που έφτασε στο νησί από τη γειτονική Μικρά Ασία.

* Παρόμοιο κίνημα αναφέρεται και στα 1799.

* Το 1804 σοβαρή στάση σημειώθηκε, τόσο κατά των τουρκικών αρχών του νησιού όσο και κατά των Ελλήνων εκκλησιαστικών και πολιτικών ηγετών. Στη στάση αυτή, της οποίας τα κίνητρα ήταν βασικά οικονομικά και κοινωνικά, συμμετείχαν Έλληνες, Τούρκοι και Λινοβάμβακοι.

* Τέλος, κατά το 1833, σημειώθηκαν τρεις σχεδόν ταυτόχρονες, εξεγέρσεις: η μια υπό το Νικόλαο Θησέα (πρώην αγωνιστή στην ελληνική επανάσταση του 1821) με επίκεντρο την περιοχή Λάρνακας - Σταυροβουνίου. Η δεύτερη υπό τον καλόγερο Ιωαννίκιο Λαζιμάνο με επίκεντρο την Καρπασία και η τρίτη, στην επαρχία Πάφου με συμμετοχή βασικά Λινοβαμβάκων υπό την αρχηγία του Γκιαούρ Ιμάμη. Τα κινήματα αυτά δεν είχαν μόνο κοινωνικοοικονομικά αίτια, αλλά και πολιτικά-εθνικά. Συγκεκριμένα, σχετίζονταν σε ένα μεγάλο βαθμό με προσπάθειες που προέρχονταν από έξω και αποσκοπούσαν στην απόσπαση της Κύπρου από την Οθωμανική αυτοκρατορία και την ένταξή της στις κτήσεις άλλων δυνάμεων. Ο Γκιαούρ Ιμάμης φαίνεται ότι είχε υποκινηθεί και υποβοηθηθεί από τον ηγεμόνα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλι (ήταν Γενίτσαρος από την Καβάλα) που είχε κι επίσημα προβάλει αξιώσεις τόσο στην Κύπρο όσο και πάνω στην Κρήτη. Ο Νικόλαος Θησέας πάλι, είχε μεν εκμεταλλευτεί την οργή του λαού εξαιτίας της επιβολής νέων φόρων, αλλά σχετιζόταν και με γαλλικές φιλοδοξίες πάνω στην Κύπρο. Μάλιστα ο τότε αρχιεπίσκοπος Κύπρου Πανάρετος (που ήταν αντίθετος με τα κινήματα αυτά) σε αναφορά του στον οικουμενικό πατριάρχη, μιλά για Ευρωπαίους υποκινητές. Αλλά και ο καλόγερος Ιωαννίκιος της Καρπασίας φαίνεται ότι σχετιζόταν με το γαλλικό προξενείο της Λάρνακας.

* Τα τρία κινήματα του 1833 καταπνίγηκαν σχετικά εύκολα από τον τουρκικό στρατό, ιδίως επειδή είχαν εκδηλωθεί και εντελώς ασυντόνιστα. Ο Γκιαούρ Ιμάμης διέφυγε στην Αίγυπτο, από όπου επέστρεψε αργότερα στην Κύπρο, πιάστηκε και αποκεφαλίστηκε. Ο Νικόλαος Θησέας κατέφυγε στο γαλλικό προξενείο της Λάρνακας, όπου βοηθήθηκε από το φιλέλληνα πρόξενο Μποτύ, που ήταν φίλος του, και από όπου φυγαδεύτηκε από τον επίσης φίλο του, γνωστό Γάλλο ποιητή Λαμαρτίνο. Ο Νικόλαος Θησέας κατέφυγε στην Ελλάδα και αργότερα διορίστηκε πρόξενος του ελληνικού κράτους στη Βηρυτό. Πέθανε στην Αθήνα το 1854. Τέλος, ο καλόγερος Ιωαννίκιος, επικεφαλής μικρής δύναμης από Αρβανίτες πολεμιστές, έδωσε μάχη που την έχασε. Πιάστηκε αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στη Λευκωσία όπου εκτελέστηκε δημόσια δια παλουκώματος. Είχε, δηλαδή, παρόμοιο θάνατο με τον Αθανάσιο Διάκο.

Εκτός από τα κινήματα που αναφέρθηκαν περιληπτικά εδώ - καθώς και άλλα μικρότερα κατά καιρούς - σοβαρές ήταν οι επιπτώσεις πάνω στην Κύπρο εξαιτίας της ελληνικής επανάστασης του 1821. Στο ζήτημα αυτό αξίζει να αφιερωθεί το επόμενο κεφάλαιο.

Επιπτώσεις τουρκοκρατίας

Απο την LivePedia.gr

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>


www.hellenica.de