Δικαιοπραξία
|
Δικαιοπραξία (γερμ. Rechtsgeschäft) είναι η δήλωση βουλήσεως που αποσκοπεί στη παραγωγή έννομου αποτελέσματος. Κάθε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) καταβάλλει διαρκή προσπάθεια προς ικανοποίηση των αναγκών του. Η θεραπεία αυτή επιτυγχάνεται είτε με ενέργειες αυτού επί διαφόρων πραγμάτων απροσώπου φύσης, είτε δια της συνάφειας και συνεργασίας με άλλα πρόσωπα. Για την πραγμάτωση όμως αυτών των ενεργειών απαιτείται να υπάρχει θέληση, απόφαση και εκτέλεση αυτών. Δηλαδή "εκδήλωση" αυτών στον εξωτερικό κόσμο. Απλή και μόνο σκέψη χωρίς να εκδηλώνεται με πράξη δεν μπορεί να επιφέρει έννομο αποτέλεσμα. Οι ενέργειες αυτές που αποσκοπούν στη γέννεση, μεταβολή ή απώλεια δικαιώματος, εφόσον αναγνωρίζονται από το Δίκαιο χαρακτηρίζονται "θεμιτές" και ονομάζονται δικαιοπραξίες. Αντίθετα όταν αυτές δεν αναγνωρίζονται από το Δίκαιο χαρακτηρίζονται "αθέμιτες" και ονομάζονται αδικοπραξίες. Είδη δικαιοπραξιών Οι δικαιοπραξίες διακρίνονται αφενός σε επαχθείς και χαριστικές αφετέρου σε μονομερείς, διμερείς και πολυμερείς, οι τελευταίες σε αμφοτεροβαρείς και ετεροβαρείς και τέλος οι πανηγυρικές. * Επαχθής δικαιοπραξία: Ονομάζεται εκείνη στην οποία ο καταρτίζων αυτήν προσβλέπει σε αντιπαροχή (π.χ. πώληση). Είδη συμβάσεων είναι: η πώληση, η μίσθωση, η παρακαταθήκη, η εντολή και πολλές άλλες. Προυποθέσεις δικαιοπραξιών Για την έγκυρη κατάρτιση δικαιοπραξίας απαιτούνται ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες και είναι: 1. Η Ικανότητα προς δικαιοπραξία, Αντιπροσώπευση Πολλές φορές συμβαίνει κάποιο πρόσωπο να μη μπορεί να δικαιοπρακτεί αυτοπροσώπως είτε εκ πραγματικού είτε εκ νομικού κωλύματος, όπως ο απουσιάζων ή ασθενών, ως και ο ανήλικος ή ο υπό δικαστική απαγόρευση τελών. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις το Δίκαιο επιτρέπει την κατάρτιση της δικαιοπραξίας να εκτελέσει έτερο πρόσωπο που είτε εκλέγεται από τον κύριο των υποθέσεων, είτε διορίζεται από το δικαστήριο, είτε ακόμη όπως προβλέπει ο Νόμος. Το πρόσωπο που λαμβάνει αυτή την αρμοδιότητα λέγεται αντιπρόσωπος και ο κύριος των υποθέσεων αντιπροσωπευόμενος. Συνεπώς αντιπροσώπευση είναι ο θεσμός κατά τον οποίον κάποιο πρόσωπο (αντιπρόσωπος) καταρτίζει δικαιοπραξία για λογαριασμό άλλου που καλείται αντιπροσωπευόμενος. Η αντιπροσώπευση διακρίνεται σε εκούσια αντιπροσώπευση και νόμιμη αντιπροσώπευση. Σημειώσεις Ανάλογα με το αν με τη δικαιοπραξία μεταβιβάζεται (εκποιείται) δικαίωμα ή αναλαμβάνεται απλώς υποχρέωση (υπόσχεση μεταβίβασης ή άλλης πράξης) οι δικαιοπραξίες διακρίνονται σε εκποιητικές και υποσχετικές αντίστοιχα. Ανάλογα με τον κλάδο του Αστικού Δικαίου τον οποίον αφορούν οι δικαιοπραξίες ονομάζονται ενοχικές (αφορούν το Ενοχικό Δίκαιο) ή εμπράγματες (αφορούν το Εμπράγματο Δίκαιο). Οι ενοχικές δικαιοπραξίες είναι ως επί το πλείστον υποσχετικές, με εξαίρεση την εκχώρηση που είναι εκποιητική, ενώ οι εμπράγματες είναι εκποιητικές. Δείτε επίσης
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|