|
Ζαλοκώστας Γεώργιος
Έλληνας ποιητής και αγωνιστής (1805 - 1858). Γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1805 κι αναγκάστηκε να ξενιτευτεί οικογενειακά, για ν' αποφύγουν τις βαρβαρότητες του Αλή πασά. Έζησε στο Λιβόρνο της Ιταλίας, όπου σπούδασε ελληνικά και ιταλικά. Όταν κηρύχθηκε η επανάσταση του Εικοσιένα, ήρθε με τον πατέρα του και τον αδερφό του εδώ και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Επίσης πήρε μέρος στην υπεράσπιση του Μεσολογγίου, καθώς και στην ηρωική έξοδό του.
Υπηρέτησε ως αξιωματικός στις οικονομικές υπηρεσίες, λογιστής στο Ναυτικό Διευθυντήριο Πόρου και στη Χωροφυλακή. Στάθηκε όμως άτυχος πατέρας, αφού από τα 9 παιδιά του, πέθαναν τα 7. Παρόλα αυτά, στάθηκε πάντοτε υπερήφανος κι αξιοπρεπής και υπηρέτησε την ποίηση μ' ευθύνη και ειλικρίνεια, θεωρούμενος ως ο καλύτερος ποιητής του καιρού του. Τα θέματά του είναι παρμένα από τον οικογενειακό και πατριωτικό κύκλο. Για το έργο του "Μεσολόγγι", πήρε το Α' βραβείο στο Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό. Το σύνολο της ευαίσθητης ποιητικής του συλλογής εκδόθηκε μετά το θάνατό του κι επανεκδόθηκε τρεις φορές ως το 1903. Πέθανε το 1858.
Ο Βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει
Ήταν νύχτα, στη στέγη εβογγούσε ο βοριάς
και ψιλό έπεφτε χιόνι
Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε ο βοριάς
που τ' αρνάκια παγώνει
Μέσ' στο σπίτι μια χαροκαμένη.
μια μητέρα από πόνους γεμάτη.
στου παιδιού της την κούνια σκυμμένη.
δέκα νύχτες δεν έκλεισε μάτι.
Έχει τρία παιδιά πεθαμένα αγγελούδια
λευκά, σαν τον κρίνο
Κι ένα μόνο της έμεινεν, ένα
και στον τάφο κοντά ήταν κι εκείνο.
Το παιδί της με κλάμα εβογγούσε,
ως να εζήταε το δόλιο βοήθεια
κι η μητέρα σιμά του εθρηνούσε
με λαχτάρα χτυπώντας τα στήθια
Τα γογγύσματα εκείνα και οι θρήνοι
επληγώναν βαθιά την ψυχή μου
Σύντροφός μου η ταλαίπωρη εκείνη
Αχ! και το άρρωστο ήταν παιδί μου!
Στου σπιτιού μου τη στέγη εβογγούσε ο βοριάς,
και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ! μεγάλο κακό μου εμηνούσε,
ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει.
Το γιατρό καθώς είδε, εσηκώθη σαν τρελλή.
Όλοι γύρω εσωπαίναν.
Φλογεροί της Ψυχής της οι πόθοι
με τα λόγια απ' το στόμα της βγαίναν.
Ω! κακό που με βρήκε μεγάλο!
Το παιδί μου, γιατρέ, το παιδί μου.
ένα τόχω δεν μου έμεινε άλλο.
Σώσέ μου το και πάρ' την ψυχή μου.
Κι ο γατρός με τα μάτια σκυμμένα
πολλήν ώρα δεν άνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων - αχ, λόγια χαμένα -
- Μη φοβάσαι, της είπεν, ακόμα.
Κι εκαμώθη πως θέλει να σκύψει στο παιδί,
και να ιδεί το σφυγμό του. Ένα δάκρυ
προσπαθούσε να κρύψει
που κατέβη στ' ωχρό πρόσωπό του.
Στου σπιτιού μας τη στέγη εβογγούσε ο βοριάς
και ψιλό έπεφτε χιόνι.
Αχ! μεγάλο κακό μας μηνούσε
ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει
Η μητέρα ποτέ δακρυσμένο του γιατρού
να μη νιώσει το μάτι,
όταν έχει βαριά ξαπλωμένο
το παιδί της σε πόνου κρεβάτι.
Νεοελληνική
λογοτεχνία
Κατάλογος
Ελλήνων λογοτεχνών
Από την Live-Pedia.gr
Από
τη ελληνική Βικιπαίδεια
http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι
διαθέσιμα υπό την GNU
Free Documentation License
|
<@=@=@>
|