Αΐντα


Η Αΐντα είναι τίτλος δημοφιλούς όπερας (λυρικό μελόδραμα) σε 4 πράξεις και 7 σκηνές, στίχους του Γκιζλατζόνι και μουσική του Τζουζέπε Βέρντι, που παίχθηκε για πρώτη φορά στο Χεδιβικό βασιλικό θέατρο (όπερα) του Καΐρου στις 24 Δεκεμβρίου του 1871 παρουσία αξιωματούχων της χώρας, υψηλών καλεσμένων και του συνόλου των διπλωματών.


Χαρακτήρες

* Αΐντα, αιθιόπιδα σκλάβα, (υψίφωνος)
* Φαραώ, Βασιλιάς της Αιγύπτου, (βαθύφωνος)
* Αμνέριδα, κόρη του βασιλιά, (mezzo-soprano)
* Ραδάμης, Captain of the Guard, (τενόρος)
* Αμονάσρο, Βασιλιάς της Αιθιοπίας, (βαρύτονος)
* Ράμφης, αρχιερέας, (βαθύφωνος)
* Αγγελιαφόρος, (τενόρος)
* Ιερείς, στρατιώτες, σκλάβοι και άλλοι (χορωδία)


Υπόθεση έργου

Η υπόθεση του έργου κατά πράξη, σκηνογραφία, θέμα και πρωτεύοντα σημεία.

Α' πράξη

Σκηνή 1η: Αίθουσα των Φαραωνικών ανακτόρων της Μέμφιδας

Ο Φαραώ (Βασιλεύς της Αιγύπτου) και αρχιερέας Ράμφης (βαθύφωνος) πληροφορεί τον νεαρό στρατηγό Ραδάμη (τενόρο) ότι βρίσκεται σε πόλεμο με τον Βασιλέα της Αιθιοπίας του οποίου τα στρατεύματα έχουν εισβάλει στη κοιλάδα του Νείλου και απειλούν τη Θήβα την εκατοντάπυλη. Ο Ραδάμης (ή Ρανταμές) ελπίζει να επιλεγεί αρχιστράτηγος και να επιστρέψει νικητής προκειμένου να ζητήσει το χέρι της εκλεκτής του Αΐντας (υψιφώνου) αν και η «ουράνια Αΐντα» (celeste Aϊda) δεν είναι παρά μια αιθιόπιδα σκλάβα στην υπηρεσία της, κόρης του Βασιλέως, Αμνέριδας (μεσοφώνου). Στην αίθουσα εισέρχεται η Αμνέριδα, (ερώμενη και αυτή κρυφά τον Ραδάμη) που για την Αΐντα υποκρίνεται στοργή και τρυφερότητα και συνάμα όλη η βασιλική αυλή για να ακούσουν όλοι την απόφαση των θεών (της Ίσιδας) που είναι: «Αρχιστράτηγος να είναι ο Ραδάμης».

Σκηνή 2η: Εσωτερικό χώρος του Ναού του Ήφαιστου στη Μέμφιδα

Ιερά άσματα που επικαλούνται το θεό Φθα , χοροί ιερειών ενώ στον Ραδάμη του παραδίδεται από τον Φαραώ το καθαγιασμένο ξίφος.

Στα πρωτεύοντα μέρη της Α' πράξης ανήκουν η μονωδία του Ραδάμη "celeste Aϊda", η μονωδία της Αΐντας "Ritorna vincitor" και το πλούσιο φινάλε σε φωνητική ηχηρότητα.

Β' Πράξη

Σκηνή 1η: Στα ιδιαίτερα διαμερίσματα της Αμνέριδας, των ανακτόρων της Μέμφιδας

Η Αμνέριδα συνομιλεί με την Αΐντα και τεχνηέντως ανακαλύπτει το έρωτά της με τον Ραδάμη αφού πρώτα της είπε ότι σκοτώθηκε και στη συνέχεια πως ζει, από τη μεγάλη της χαρά. Ακολουθεί σκηνή ζηλοτυπίας και η Αμνερίδα κυριεύεται από τρομερό μίσος για την αντίζηλό της.

Σκηνή 2η: Ανοικτός δημόσιος χώρος σε μία από τις πύλες των Θηβών. Ιαχές θριάμβου.

Θριαμβευτική επιστροφή του Ραδάμη επί θριαμβευτικού άρματος. Ακολουθούν τρόπαια και αιχμάλωτοι αλυσοδεμένοι μεταξύ των οποίων και ο Αιθίοπας Βασιλιάς Αμονάσρο (βαρύτονος). Η Αΐντα αναγνωρίζει τον πατέρα της αλλά εκείνος της ψιθυρίζει να μη φανερώσει τη βασιλική του ιδιότητα. Αργότερα λέει στους Αιγυπτίους ψευδώς ότι ο Βασιλιάς των Αιθιόπων σκοτώθηκε και πως αυτός είναι ο πατέρας της Αΐντας. Τελικά ο Ραδάμης δεχόμενος το στεφάνι της νίκης ζητά από τον Φαραώ την ελευθερία των αιχμαλώτων, ο Φαραώ δέχεται, με τον όρο ο Αμονάσρο να μείνει στην Αίγυπτο ως όμηρος (αφού η κόρη του είναι ήδη σκλάβα) και στη συνέχεια προσφέρει στον Ραδάμη τη χείρα της κόρης του ως ανταμοιβή του θριάμβου του. Επευφημίες και άσματα χαρμόσυνα από το λαό και ύμνοι ευχαριστίας από τους ιερείς προς την Ίσιδα.

Στα πρωτεύοντα μέρη της Β' πράξης ανήκει η δραματική διωδία Αΐντας και Αμνέριδας και ιδιαίτερα το φινάλε του θριάμβου, χαρακτηριστικό δείγμα πολυφωνικής επεξεργασίας καθώς και το πολεμικό εμβατήριο που ανακρούεται από 8 σάλπιγγες, οι 4 σε τόνο «λα» μείζονα ύφεση που εκθέτουν πρώτα το θέμα και οι άλλες 4 σε «Σι» μείζον επαναλαμβάνοντας αμέσως μετά το αυτό.

Γ' Πράξη

Σκηνή 1η: Παρά τις όχθες του Νείλου κοντά στο ναό της Ίσιδος. Νύχτα αστροφεγγούσα.

Ο Φαραώ Ράμσης αποβιβάζεται και οδηγεί στο ναό την κόρη του για να προσευχηθεί παραμονής του γάμου της με τον Ραδάμη. Όμως στον ίδιο ναό εμφανίζεται η Αΐντα ίσως για τη τελευταία φορά, όπως φαντάζεται, που θα συναντήσει κρυφά τον Ραδάμη. Εκεί ξαφνικά εμφανίζεται ο πατέρας της και αφού της δίνει οδηγίες πώς να ξεγελάσει την αντίζηλό της την εκλιπαρεί για την αγάπη προς τη πατρίδα της να καταφέρει τον Ραδάμη να της φανερώσει ποιο πέρασμα θ΄ ακολουθήσει ο στρατός των Αιγυπτίων στη νέα εκστρατεία τους κατά των Αιθιόπων προκειμένου να τους στήσουν ενέδρα και να τους εξοντώσουν. Η Αΐντα δέχεται από αγάπη προς τους δικούς της και ο Αμονάσρο κρύβεται. Όταν έρχεται ο Ραδάμης η Αίντα του αποσπά τη πληροφορία. Ο Αμονάσρο βγαίνει από τη κρύπτη του αλλά τότε φθάνει και φανερώνεται η Αμνέριδα (που τους παρακολουθούσε) και παρουσία του Φαραώ στρατιωτών και ιερέων κατηγορεί τον Ραδάμη ως προδότη. Τότε ο Φαραώ Ράμφης αντιλαμβανόμενος τη προδοσία διατάζει τη φυλάκιση του αρχιστράτηγού του ενώ μέσα στο χάος και τη σύγχυση που ακολούθησε η Αΐντα και ο πατέρας της Αμονάσρο κατάφεραν να ξεφύγουν.

Στα πρωτεύοντα μέρη της Γ' πράξης ανήκει η μονωδία της Αΐντας "Qui Radames verra" καθώς και οι διωδίες Αμονάσρου – Αΐντας και Ραδάμη – Αΐντας.

Δ' Πράξη

Σκηνή 1η: Μεγάλη αίθουσα στα ανάκτορα του Φαραώ που συγκοινωνεί με την υπόγεια φυλακή.

Η Αμνερίδα προσφέρεται να σώσει τον Ραδάμη και διατάζει να τον φέρουν κρυφά ενώπιόν της τον οποίο και παρακαλεί σε αλλοφροσύνη να απαρνηθεί την Αΐντα και από κατάδικος θανάτου θα γίνει Βασιλεύς της Αιγύπτου διάδοχος των Φαραώ. Ο Ραδάμης αρνείται έτοιμος να αντιμετωπίσει τη μοίρα του. Οι ιερείς τον καταδικάζουν να ταφεί ζωντανός κάτω από το βωμό του θεού Φθα (= Ήφαιστου) που προσέβαλε.

Σκηνή 2η: Στο ναό του Φθα με το Βωμό (πάνω) και τη κρύπτη-τάφο (κάτω) σε δύο επίπεδα.

Δύο ιερείς σφραγίζουν με μια μεγάλη πέτρα τη κρύπτη πάνω από το κεφάλι του Ραδάμη και ενώ αυτός μονολογεί ότι δεν θα ξαναδεί τη αγαπημένη του εμφανίζεται η Αΐντα που είχε παρεισφρήσει προηγουμένως για να πεθάνει μαζί του. Μέσα στο σκότος οι δύο εραστές συναντώνται και μέσα σε ένα αιώνιο εναγκαλισμό πεθαίνουν γαλήνια , ενώ πάνω στο Ναό συνεχίζονται οι εξιλαστήριοι ύμνοι προς τον θεό Φθα, η δε Άμνερις έρχεται να προσευχηθεί στην Ίσιδα για τη ψυχή εκείνου που αγάπησε και που δεν ανταποκρίθηκε στην αγάπη της.

Στην Δ' πράξη υπερέχει η τελική διωδία Ραδάμη – Αΐντας που εξελίσσεται στο υπόγειο του ναού.

Μουσική

Η μουσική επένδυση του έργου από τον Βέρντι πλήρους συγκίνησης και δραματικού πάθους δημιουργεί μια ατμόσφαιρα τόσο του φυσικού χώρου που εκτυλίσσεται το έργο όσο και εκείνες στις διαδοχικές πλοκές του έργου με τις αγωνίες και τη πάλη μεταξύ παθών με κατάληξη την υπεροχή του έρωτα επί παντός συναισθήματος (χαρακτηριστικό των Μεσογειακών λαών). Μια αρμονία μουσικής χωρίς ηχητικές εκρήξεις όπως σε παλαιότερες του Βέρντι (Ναμπούσκο, Αττίλας κλπ). Έτσι παρόλη την πολεμική που ασκήθηκε στο έργο (της οποίας προΐστατο ο ιταλός μαέστρος Βιτσέντσο Σαρόλι που έφθασε να κατηγορήσει το Βέρντι ως κλέφτη και τσαρλατάνο) τούτο δεν έπαψε να συγκινεί και να ενθουσιάζει πάντα το εκάστοτε ακροατήριο και θεατρόφιλο κοινό διατηρώντας έτσι θέση υπεροχής στις Όπερες.

Αξιοπρόσεκτοι είναι και οι ανατολίτικοι χοροί της Β' πράξεως καθώς και τα πολλά άλλα ανατολίτικα μοτίβα που είναι κατάσπαρτα στο έργο.

Ιστορία

Ο Προοδευτικός και θεατρόφιλος Χεδίφης Ισμαήλ΄Ιμπν Ιμπραήμ Πασάς της Αιγύπτου είχε προικίσει μεταξύ άλλων τη πόλη του Καΐρου και με ένα μεγαλοπρεπές θέατρο, τα εγκαίνια του οποίου θέλησε να γίνουν με μεγάλη επισημότητα και με ανέβασμα μιας όπερας εθνικής όμως υπόθεσης. Έτσι ανέθεσε στο Γάλλο διευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου του Καΐρου Μαριέτ-Μπεη την ανεύρεση της υπόθεσης και τη σύνθεση της μουσικής στο μαέστρο Βέρντι. Ο Μαριέτ-Μπεης κατέστρωσε την υπόθεση του δράματος επί τη βάσει αρχαίου μύθου που στηρίζονταν όμως σε ιστορικά γεγονότα του Ηροδότου και αφορούσε τον Φαραώ Απρία της 26ης Δυναστείας και τον στρατηγό του Άμασι, αλλά και σε κείμενο του Διόδωρου του Σικελιώτη. Τούτο παρέδωσε στους Ντυ Λοκλ (γνωστό δραμματικό συγγραφέα) και στο ποιητή Γκιζλαντσόνι για την ποιητική επεξεργασία και σκηνοθεσία καθ΄ υπόδειξη του Βέρντι.

Το έργο γράφτηκε το 1870 μέσα σε τέσσερις μήνες αλλά δεν πρόλαβε τα εγκαίνια του νέου μεγαλοπρεπούς θεάτρου του Καΐρου (1 Νοεμβρίου 1869), αλλά ούτε και τα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ (17 Νοεμβρίου 1869). Αμέσως μετά το Κάϊρο η Αΐντα ανέβηκε στη Σκάλα του Μιλάνου όπου και μετά έγινε πασίγνωστη στην Ευρώπη.

Η Αΐντα στην Ελλάδα

Η Αΐντα ανέβηκε πολλές φορές στην Ελλάδα, στην αρχή από ιταλικούς θιάσους με τη πλέον μεγαλοπρεπή παράσταση εκείνης του 1895 στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών από το θίασο Ζάγκρι. Όμως για πρώτη φορά ελληνιστί δόθηκε το 1915 από το θίασο του «Ελληνικού Μελοδράματος» κατά μετάφραση του Δ. Λαυράγκα στο θέατρο «Ολύμπια». Σ΄ αυτή τη παράσταση είχαν λάβει μέρος το ζεύγος Βλαχοπούλου, ο βαρύτονος Οικονομίδης και οι Ιταλοί καλλιτέχνες Nucio Bavi (τενόρος) και Dolores Frau (μεσόφωνος). Λίγο αργότερα, το ίδιο έτος, το «Ελληνικό Μελόδραμα» μετά την επιτυχία της πρώτης, διοργάνωσε για πρώτη φορά υπαίθρια παράσταση και μάλιστα «λαϊκή παράσταση» της Αϊντας στο στίβο του Καλλιμάρμαρου Παναθηναϊκού Σταδίου με τη σύμπραξη της Ρωσίδας υψίφωνου Τσερκάσκι, του τενόρου Μπρέλια, της μεσοφώνου Dolores Frau και με πολυπληθή χορική και ορχηστρική μάζα. Η παράσταση αυτή στη οποία συνέρευσε όλη σχεδόν η Αθήνα και τα προάστια άφησε εποχή – ήταν η πρώτη φορά που ο στίβος του Σταδίου γινόταν Λυρική Σκηνή. Αυτή την ιστορική υπαίθρια παράσταση που είχε φόντο την Ακρόπολη θα μιμηθεί 30 χρόνια μετά ο ιταλικός θίασος του Χεδιβικού Θεάτρου του Καΐρου και θα ανεβάσει το έργο υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Μουνιόνε παρά τις Πυραμίδες (παράσταση που επαναλήφθηκε πριν λίγα χρόνια). Της υπαίθριας εκείνης του Καΐρου θα ακολουθήσουν και άλλες τέτοιες όπως στην Αρένα της Βερόνας, στη Βιέννη και στο Βερολίνο υπό τη διεύθυνση του Μασκάνι κ.ά. Στην Ελλάδα όμως πέρα από εκείνης του 1915 δόθηκαν και αρκετές άλλες παραστάσεις επίσης στο Παναθηναϊκό Στάδιο από διάφορους επιχειρηματίες το 1926 με σύμπραξη πάλι Ιταλών καλλιτεχνών επί τούτου προσκληθέντων και που όλες είχαν πλήρη επιτυχία καλλιτεχνική και βεβαίως οικονομική.

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License


www.hellenica.de