ωμοπλάτη
|
Ετυμολογία ωμοπλάτη < αρχαία ελληνική ὠμοπλάτη Όψη των οστών του θώρακα από πίσω· διακρίνονται οι δύο τριγωνικές ωμοπλάτες Ουσιαστικό ωμοπλάτη θηλυκό
1. (ανατομία) το καθένα από τα δύο τριγωνικά οστά της πλάτης που δυνδέουν τον βραχίονα με την κλείδα Μεταφράσεις Από τη Live-Pedia.gr + Βικιλεξικό + ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|