Αλλοδαπός
|
Ετυμολογία αλλοδαπός < αρχαία ελληνική ἀλλοδαπός Επίθετο αλλοδαπός -ή -ό * που δεν είναι υπήκοος της χώρας στην οποία βρίσκεται Ουσιαστικό αλλοδαπός αρσενικό (θηλυκό: αλλοδαπή) * ο υπήκοος μιας ξένης χώρας Συνώνυμα * ξένος Αντώνυμα * ημεδαπός
Από τη Live-Pedia.gr + Βικιλεξικό + ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|