Ακρωτηριασμός
|
Ετυμολογία ακρωτηριασμός < Ουσιαστικό ακρωτηριασμός αρσενικό 1. αποκοπή ενός μέλους ενός σώματος Συγγενικές λέξεις ακρωτηριάζω Από τη Live-Pedia.gr + Βικιλεξικό + ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|