Ακουστικός
|
Ετυμολογία ακουστικός < αρχαία ελληνική ἀκουστικός Προφορά ΔΦΑ : /a.ku.sti.ˈkɔs/ αρσενικό Επίθετο 1. που αφορά την ακοή ακουστικός τύπος ανθρώπου: άνθρωπος που μαθαίνει πιο εύκολα κάτι όταν το ακούει Πολυλεκτικοί Όροι * ακουστικός επεξεργαστής Συγγενικές λέξεις * ακουστικά Δείτε επίσης * ακούω
Από τη Live-Pedia.gr + Βικιλεξικό + ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
|
|