Αγκάθι
|
Ετυμολογία αγκάθι < μεσαιωνικό ἀκάνθιν < αρχαίο ἀκάνθιον (grc) , υποκοριστικό του ἄκανθα (grc) < αρχαίο ἀκή (grc) , λεπτή άκρη Ουσιαστικό αγκάθι ουδέτερο 1. αιχμηρό και σκληρό όργανο των φυτών, που τα προστατεύει απο τους εχθρούς τους Συγγενικές λέξεις * αγκάθα Σύνθετα * αγκαθότοπος Συνώνυμα * αγκύλι Δείτε επίσης * ἀκή για περισσότερες συγγενικές λέξεις Από τη Live-Pedia.gr + Βικιλεξικό + ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License |
<@=@=@> |
|
|