Οδύσσεια


Οδύσσεια, Jean Auguste Dominique Ingres

H Οδύσσεια είναι το δεύτερο μεγάλο έπος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μετά την Ιλιάδα. Αν και τα δύο έπη αποδίδονται από την παράδοση στον Όμηρο, η φιλολογία αναγνωρίζει σημαντικές διαφορές ανάμεσά τους και η επικρατέστερη άποψη είναι ότι η Οδύσσεια συντέθηκε από διαφορετικό ποιητή, με κάποια χρονική απόσταση από την Ιλιάδα. Η Οδύσσεια πραγματεύεται τον περιπετειώδη νόστο (επαναπατρισμό) του ήρωα του Τρωικού Πολέμου και βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα και το φόνο των μνηστήρων, που είχαν καταλάβει το παλάτι του και διεκδικούσαν τη γυναίκα του Πηνελόπη.

Η Οδύσσεια χωρίστηκε από τους Αλεξανδρινούς Γραμματικούς σε 24 ραψωδίες, που αριθμήθηκαν με τα μικρά γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατά ομάδες οι ραψωδίες συναπαρτίζουν την Τηλεμάχεια (α-δ), όπου βλέπουμε το γιο του Οδυσσέα Τηλέμαχο να αναζητά τον πατέρα του, τη Φαιακίδα (ζ-ν), όπου ακούμε τον ίδιο τον ήρωα να αφηγείται στους Φαίακες τις προηγούμενες περιπέτειές του και να φτάνει στην Ιθάκη, και τη Μνηστηροφονία (ξ-ω), την ιστορία την τιμωρίας των μνηστήρων.Η Οδύσσεια κυρίως μιλάει για τον νόστο του Οδυσσέα και τον γυρισμό του στην πατρίδα του ,την Ιθάκη,καθώς και για την αναζήτηση του απ'τον γιο του,Τηλέμαχο.

Οδύσσεια ονόμασε επίσης ένα έργο του ο Νίκος Καζαντζάκης η οποία ποτελείται από 33,333 στίχους και δε θα πρέπει να συγχέεται με ένα άλλο έργο του ιδίου σχετικά με την Οδύσσεια που δεν είναι άλλο από την μετάφραση του έπους του Ομήρου στη νεοελληνική.

Περίληψη της Οδύσσειας

Ραψωδία α

Ο ποιητής καλεί τη Μούσα να μας αφηγηθεί την ιστορία του Οδυσσέα. Ο Ποσειδώνας, που εχθρεύεται τον ήρωα, λείπει στους Αιθίοπες και οι θεοί συνεδριάζουν στον Όλυμπο. Με πρωτοβουλία της Αθηνάς αποφασίζουν να δρομολογήσουν το νόστο του.

Η "Αθηνά" με τη μορφή του Μέντη και ο Τηλέμαχος

Σε εφαρμογή του θεϊκού σχεδίου, η Αθηνά κατεβαίνει στην Ιθάκη για να παρακινήσει τον Τηλέμαχο να αναζητήσει τον πατέρα του. Με τη μορφή του Μέντη, ενός πατρικού φίλου, μπαίνει στο παλάτι, όπου οι μνηστήρες γλεντοκοπούν κατασπαταλώντας ασύστολα την ξένη περιουσία. Ο Τηλέμαχος υποδέχεται φιλόξενα τον ξένο, και η Αθηνά προσπαθεί να τον πείσει πως ο πατέρας του ζει. Τον παρακινεί να καταγγείλει τη συμπεριφορά των μνηστήρων και να πάει στους βασιλιάδες της Πύλου και τη Σπάρτης να ρωτήσει για τον Οδυσσέα.

Φεύγοντας η Αθηνά αποκαλύπτεται και ο Τηλέμαχος αναθαρρεί. Ο αοιδός Φήμιος τραγουδά το γυρισμό των Αχαιών από την Τροία, η Πηνελόπη όμως κατεβαίνει πονεμένη και τον καλεί ν' αλλάξει τραγούδι. Ο Τηλέμαχος της μιλά με αυστηρότητα και τη στέλνει πίσω στα διαμερίσματά της. Στη συνέχεια στρέφεται με αυτοπεποίθηση προς τους μνηστήρες, τους λέει να φύγουν απ΄ το σπίτι του και τους ανακοινώνει ότι θα φέρει το θέμα στη συνέλευση των Ιθακησίων. Ακολουθεί λογομαχία. Καθώς τελειώνει η πρώτη μέρα του ποιητικού χρόνου της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ξαγρυπνά και αναλογίζεται τις υποδείξεις της Αθηνάς.

Ραψωδία β

Το πρωινό της δεύτερης μέρας ο Τηλέμαχος συγκαλεί τη συνέλευση, εκθέτει την κατάσταση, προτρέπει του μνηστήρες να φύγουν, και τους απειλεί με τη θεϊκή τιμωρία για τα ανοσιουργήματά τους. Οι μνηστήρες επιρρίπτουν την ευθύνη στην Πηνελόπη, που αποφεύγει το γάμο με πανουργία, και καλούν τον Τηλέμαχο να της επιβληθεί. Αυτός ανταπαντά ότι δεν μπορεί να διώξει τη μάνα του απ' το σπίτι, δέχεται όμως να την ξαναπαντρέψει αν του δοθεί καράβι να ψάξει για τον πατέρα του και βεβαιωθεί πως πέθανε τελικά. Δύο αετοί που αλληλοξεσκίζονται ερμηνεύονται από το μάντη Αλιθέρση ως σημάδι για τη σύντομη επιστροφή του Οδυσσέα και την τιμωρία των μνηστήρων. Οι μνηστήρες βρίζουν και απειλούν το μάντη, το ίδιο και τον Μέντορα, παλιό φίλο του Οδυσσέα, που επικρίνει την απάθεια των Ιθακησίων. Ο μνηστήρας Λεώκριτος δηλώνει πως, ακόμα κι αν γυρίσει ο Οδυσσέας, αυτοί θα τον σκοτώσουν, και διαλύει τη συνέλευση.

Ο Τηλέμαχος κατεβαίνει στην ακρογιαλιά και παρακαλεί την Αθηνά να του συμπαρασταθεί. Η Αθηνά εμφανίζεται με τη μορφή του Μέντορα, τον καθησυχάζει, του δίνει οδηγίες και προσφέρεται να τον βοηθήσει. Ο Τηλέμαχος γυρίζει στο παλάτι και, παρά τις ειρωνίες των μνηστήρων, αρχίζει τις ετοιμασίες. Η Ευρύκλεια, η παραμάνα του, ανησυχεί, τελικά όμως ορκίζεται να μην πει τίποτα στη μητέρα του. Η Αθηνά/Μέντορας βρίσκει καράβι και ναύτες, κοιμίζει τους μνηστήρες και ανακοινώνει στον Τηλέμαχο πως όλα είναι έτοιμα. Το ταξίδι ξεκινά και συνεχίζεται όλη τη νύχτα με τον ευνοϊκό άνεμο που στέλνει η θεά. Οι ταξιδιώτες τής προσφέρουν σπονδή.

Ραψωδία γ

Το ξημέρωμα της 3ης μέρας της Οδύσσειας ο Τηλέμαχος και η Αθηνά/Μέντορας φτάνουν στην παραλία της Πύλου και βρίσκουν το λαό να τελεί θυσία στον Ποσειδώνα. O βασιλιάς Νέστορας και οι γιοί του τους υποδέχoνται φιλόξενα στη σύναξη. Ο Νέστορας θυμάται τον Οδυσσέα και τα βάσανα των Αχαιών με συγκίνηση και περιγράφει τη διχόνοια τους κατά την αναχώρηση από την Τροία. Ο ίδιος μαζί με το Μενέλαο απέπλευσαν βιαστικά για να προλάβουν την οργή των θεών, ενώ ο Οδυσσέας και άλλοι έμειναν πίσω για να προσφέρουν πρώτα θυσίες. Απαριθμεί τους Αχαιούς που έμαθε πως έφτασαν στις πατρίδες τους, για τον Οδυσσέα όμως δεν ξέρει τίποτα περισσότερο. Όσο για την κατάσταση στην Ιθάκη, παρακινεί τον Τηλέμαχο να αντιμετωπίσει τους μνηστήρες με τη βοήθεια της Αθηνάς. Η απαισιόδοξη απάντηση του Τηλέμαχου προκαλεί την αντίδραση της Αθηνάς/Μέντορα.

Ο Τηλέμαχος αλλάζει το θέμα και ρωτά το βασιλιά περισσότερες λεπτομέρειες για το φόνο του Αγαμέμνονα. Ο Νέστορας εξιστορεί πώς ο Αίγισθος του έκλεψε τη γυναίκα του, σκότωσε τον ίδιο όταν επέστρεψε και σφετερίστηκε το θρόνο των Μυκηνών. Ο αδελφός του Μενέλαος δεν μπόρεσε να βοηθήσει γιατί κι αυτόν τον παρέσυρε η θαλασσοταραχή στην Κρήτη και στην Αίγυπτο. Ο γιός του όμως, ο Ορέστης, πήρε την εκδίκηση που έπρεπε. Όταν νυχτώνει, ο Νέστορας δεν αφήνει τους ξένους του να διανυκτερεύσουν στο πλοίο αλλά η Αθηνά/Μέντορας αναχωρεί αποκαλύπτοντας τη θεϊκή της ταυτότητα. Ο Νέστορας εντυπωσιασμένος της υπόσχεται θυσία και όλοι επιστρέφουν στο παλάτι για ύπνο, μαζί και ο Τηλέμαχος, που δέχεται ιδιαίτερες περιποιήσεις.

Την επόμενη μέρα, την 4η της Οδύσσειας, ο Νέστορας προσφέρει μεγαλόπρεπη θυσία με χρυσοκέρατο βόδι στην Αθηνά και μετά το γεύμα ετοιμάζει αμάξια κι εφόδια για το ταξίδι του Τηλέμαχου. Με συνοδό το γιο του Νέστορα Πεισίστρατο ο Τηλέμαχος αναχωρεί για τη Σπάρτη. Διανυκτερεύουν στις Φηρές και την επόμενη συνεχίζουν.

Ραψωδία δ

Τηλέμαχος και Μενέλαος

Το πρωί της 5ης μέρας φτάνουν στη Σπάρτη και βρίσκουν το Μενέλαο πάνω στο διπλό γάμο των παιδιών του. Απολαμβάνουν τη γεναιόδωρη υποδοχή και θαμπώνονται από τον πλούτο του παλατιού. Ο Μενέλαος μιλά με πόνο για τον Αγαμέμνονα και τον Οδυσσέα προκαλώντας τα δάκρυα του Τηλέμαχου. Η Ελένη τον αναγνωρίζει πρώτη και ο άντρας της ενθουσιάζεται που έχει τέτοιο φιλοξενούμενο. Όλοι θρηνούν γι΄ αυτούς που έχασαν.

Η Ελένη ρίχνει στο κρασί ένα βότανο που διώχνει τον πόνο. Αφηγείται πώς κάποτε αναγνώρισε τον Οδυσσέα όταν τρύπωσε στην Τροία για να κατασκοπεύσει. Δεν τον κατέδωσε, αντίθετα χάρηκε που τον είδε, αφού ήθελε πια και η ίδια να γυρίσει στη Σπάρτη. Ο Μενέλαος με τη σειρά του αφηγείται πώς ο Οδυσσέας γλύτωσε τους Αχαιούς που ήταν κρυμμένοι στο Δούρειο Ίππο, όταν κινδύνεψαν ν΄ αποκαλυφθούν.

Την επόμενη μέρα, την 6η της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ρωτάει για τον πατέρα του και περιγράφει την κατάσταση στην Ιθάκη. Ο Μενέλαος εύχεται το θάνατο των μνηστήρων και αφηγείται τον αποκλεισμό του στην Αίγυπτο . Εκεί δάμασε το φοβερό γέροντα της θάλασσας Πρωτέα κι εκείνος τον συμβούλεψε να κάνει θυσία στο Δία. Μεταξύ άλλων του είπε πως ο Οδυσσέας είναι ζωντανός και εγκλωβισμένος στο νησί της Καλυψώς. Τελειώνοντας την αφήγησή του ο Μενέλαος καλεί τον Τηλέμαχο να μείνει κι άλλο στη Σπάρτη, αυτός όμως αρνείται ευγενικά.

Στην Ιθάκη οι μνηστήρες πληροφορούνται έκπληκτοι το ταξίδι του Τηλέμαχου και αποφασίζουν να τον σκοτώσουν με δόλο. Η Πηνελόπη μαθαίνει τα νέα και φοβάται πως θα χάσει τώρα και το γιο της. Προσεύχεται στην Αθηνά κι εκείνη φέρνει στον ύπνο της την αδελφή της Ιφθίμη, που την καθησυχάζει με τη διαβεβαίωση πως ο Τηλέμαχος βρίσκεται υπό την προστασία της θεάς. Στο μεταξύ οι μνηστήρες αρματώνουν καράβι και στήνουν την ενέδρα τους στα στενά της Σάμης.

Ραψωδία ε

Το πρωί της 7ης μέρας συνεδριάζουν και πάλι οι θεοί στον Όλυμπο. Ο Δίας στέλνει τον Ερμή στην Ωγυγία με την εντολή προς την Καλυψώ να αφήσει πια τον Οδυσσέα. Εκείνη τους κατηγορεί ότι τη φθονούν που ερωτεύτηκε ένα θνητό, τελικά όμως υποχωρεί από φόβο για την οργή του Δία. Για πρώτη φορά βλέπουμε τον Οδυσσέα, που κλαίει στην ακρογιαλιά αγναντεύοντας το πέλαγος, όταν η νύμφη του ανακοινώνει τα καλά νέα και την υπόσχεσή της να τον βοηθήσει. Του ορκίζεται για να την πιστέψει, τον προειδοποιεί όμως πως τα βάσανά του δεν τέλειωσαν. Μετά το γεύμα περνούν μαζί την τελευταία τους νύχτα.

Τις επόμενες τέσσερις μέρες ο Οδυσσέας κατασκευάζει σχεδία με τα εργαλεία της Καλυψώς και την πέμπτη μέρα (12η της Οδύσσειας) ξεκινά. Η Καλυψώ του δίνει εφόδια, οδηγίες και ούριο άνεμο για το ταξίδι. Μετά από δεκαεφτά μέρες, τα ξημερώματα της δέκατης όγδοης (29ης), προβάλλουν στον ορίζοντα οι ακτές της Σχερίας, της χώρας των Φαιάκων. Καθώς όμως ο Ποσειδώνας επιστρέφει από τους Αιθίοπες βλέπει τον Οδυσσέα και οργισμένος σηκώνει φοβερή θαλασσοταραχή. Η σχεδία διαλύεται και ο Οδυσσέας παλεύει με τα κύματα πάνω σ’ ένα δοκάρι. Η θεά Λευκοθέη τον συμπονά και του χαρίζει ένα σωσίβιο μαντίλι. Αυτός το ζώνεται, πετά τα ρούχα του και πηδά στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας φεύγει με χαιρέκακη ικανοποίηση, οπότε η Αθηνά επεμβαίνει και κατευνάζει κάπως τη θύελλα.

Δύο μέρες ακόμα θαλασσοδέρνεται ο Οδυσσέας, ώσπου την τρίτη (31η) καταφέρνει με τη βοήθεια της Αθηνάς να προσεγγίσει την ακτή της Σχερίας και να φτάσει στις εκβολές ενός ποταμού. Προσεύχεται στον ποταμό να τον σώσει και ο ποταμός τον δέχεται. Ο Οδυσσέας, γυμνός και εξαθλιωμένος, βγαίνει στη στεριά και καταφεύγει σ’ ένα δάσος, όπου.κοιμάται κρυμμένος στους θάμνους.

Καλλιόπη, Rimantas Gibavičius (1935-1993) Vilnius (*).

Ραψωδία ζ

Όσο ο Οδυσσέας κοιμάται, η Αθηνά πηγαίνει στην πόλη των Φαιάκων και εμφανίζεται στο όνειρο της Ναυσικάς, της κόρης του βασιλιά Αλκίνοου, παίρνοντας τη μορφή μιας φίλης της. Της θυμίζει πως βρίσκεται σε ηλικία γάμου και την προτρέπει να κατέβει στο ποτάμι να πλύνει τα ρούχα της. Το άλλο πρωί (32η μέρα) η Ναυσικά ζητά από τον πατέρα της αμάξι και με τις φίλες της κατεβαίνουν στο ποτάμι. Αφού πλύνουν τα ρούχα, λούζονται, γευματίζουν και παίζουν με το τόπι φωνάζοντας και τραγουδώντας.

Ο Οδυσσέας ξυπνά σαστισμένος και αναρωτιέται πού βρίσκεται. Αποφασίζει να βγει από τους θάμνους κρύβοντας όπως-όπως τη γύμνια του. Τα κορίτσια σκορπίζονται τρομαγμένα, εκτός από τη Ναυσικά, που την εμψυχώνει η Αθηνά. Κρατώντας απόσταση ο Οδυσσέας επαινεί την ομορφιά της κόρης και της εύχεται ένα ευτυχισμένο γάμο. Της περιγράφει την κατάστασή του και την εκλιπαρεί να του δείξει το δρόμο για την πόλη και να του δώσει ένα κουρέλι να σκεπαστεί. Η Ναυσικά αναγνωρίζει την ευγένεια που κρύβει η εξαθλίωμένη όψη του και τον διαβεβαιώνει πως είναι καλοδεχούμενος σ’ αυτή τη χώρα. Φωνάζει τις φίλες της να ξεφοβηθούν και να τον περιποιηθούν.

Ο Οδυσσέας από σεβασμό στις νεαρές κοπέλες λούζεται παράμερα και η Αθηνά τον περιβάλλει με θεϊκή ομορφιά. Θαμπωμένη η Ναυσικά, εύχεται να ’ναι τέτοιος και ο άντρας που θα την παντρευτεί. Καλεί τον Οδυσσέα στο παλάτι, για να μην κακοχαρακτηριστεί όμως, του δίνει οδηγίες να την ακολουθήσει ως το άλσος της Αθηνάς, έξω από την πόλη. Αφού μείνει λίγο εκεί μέχρι να γυρίσει η ίδια στο σπίτι, να ζητήσει να του δείξουν το παλάτι του Αλκίνοου και εκεί να πέσει ικέτης στα γόνατα της βασίλισσας. Η Ναυσικά ξεκινά, οι φίλες της κι ο Οδυσσέας ακολουθούν. Το σούρουπο φτάνουν στο άλσος και ο Οδυσσέας προσεύχεται στην Αθηνά να τον καλοδεχτούν οι Φαίακες.

Ραψωδία η

Η Ναυσικά φτάνει στο παλάτι και ο Οδυσσέας ξεκινά από το άλσος για την πόλη. Η Αθηνά εμφανίζεται στο δρόμο του με τη μορφή νεαρού κοριτσιού και του δείχνει το δρόμο καλύπτοντάς τον με ομίχλη για να μην αντιμετωπίσει προβλήματα με τους ντόπιους. Του μιλά για τους Φαίακες και τη βασίλισσα Αρήτη και τον συμβουλεύει να απευθυνθεί πρώτα σ’ εκείνη.

Ο Οδυσσέας φτάνει στο παλάτι και δεν πιστεύει στα μάτια του: χρυσάφι, ασήμι και χαλκός παντού, υφαντά, πλήθος δούλοι, κι ένα παραδεισένιο περιβόλι. Μέσα τρώνε και πίνουν οι άρχοντες των Φαιάκων. Πλησιάζει την Αρήτη και τότε εξαφανίζεται η ομίχλη που τον σκάπαζε. Σαστισμένοι οι θαμώνες βλέπουν τον ξένο να πέφτει ικέτης στα πόδια της βασίλισσας παρακαλώντας να τον στείλουν στην πατρίδα του. Μετά την πρώτη αμηχανία, ο Αλκίνοος προσφέρει τη φιλοξενία του και καλεί τους άρχοντες των Φαιάκων να οργανώσουν επίσημη υποδοχή για τον ξένο την επόμενη ημέρα, μήπως και είναι κάποιος θεός. Ο Οδυσσέας διαβεβαιώνει πως δεν είναι θεός και επαναλαμβάνει την παράκλησή του.

Οι υπόλοιποι Φαίακες φεύγουν. Η Αρήτη αναγνωρίζει τα ρούχα που φορά ο ξένος και τον ρωτά ποιός είναι και πώς έφτασε εκεί. Ο Οδυσσέας αφηγείται με συντομία το ναυάγιό του, την επτάχρονη παραμονή του στην Καλυψώ, το πολυτάραχο ταξίδι του ως στη Σχερία και τη συνάντησή του με τη Ναυσικά, δεν αποκαλύπτει όμως την ταυτότητά του. Ο Αλκίνοος επικρίνει την κόρη του, που δεν συνόδευσε τον ξένο μέχρι το παλάτι, και εύχεται να τον κάνει γαμπρό του. Υπόσχεται όμως πως οι Φαίακες θα τον οδηγήσουν στην πατρίδα του, αν εκείνος το προτιμά. Η μέρα τελειώνει με τον ταλαιπωρημένο Οδυσσέα να πέφτει για ύπνο απολαμβάνοντας τις περιποιήσεις του υπηρετικού προσωπικού.

Ραψωδία θ

Το επόμενο πρωί (33η μέρα της Οδύσσειας) συγκεντρώνονται οι άρχοντες των Φαιάκων στη συνέλευση και ο Αλκίνοος παρουσιάζει τον ξένο του, ζητά να ετοιμαστεί καράβι και τους καλεί όλους για το τραπέζι της υποδοχής στο παλάτι. Το παλάτι γεμίζει κόσμο και ο αοιδός Δημόδοκος καταφθάνει. Μετά το φαγητό τραγουδά για μια φιλονικία του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα στην Τροία. Ο Οδυσσέας, που ακούει χωρίς να αποκαλύπτει την ταυτότητά του, συγκινείται, αλλά κρύβει τα δάκρυά του. Για να διασκεδάσει τη θλίψη του ο Αλκίνοος καλεί τα παλληκάρια των Φαιάκων σε αθλητικούς αγώνες.

Όλοι κατεβαίνουν πάλι στην αγορά και οι νέοι διαγωνίζονται στα αθλήματα. Στο τέλος καλούν και τον Οδυσσέα να αγωνιστεί, καθώς φαίνεται ακόμα νέος και δυνατός. Ο Οδυσσέας αρνείται αρχικά, όταν όμως ο Ευρύαλος τον προκαλεί εριστικά, θυμώνει, πιάνει το βαρύτερο δίσκο και τον πετάει μακρύτερα απ’ όλους τους άλλους. Στρέφεται στους άφωνους Φαίακες και τους αποκαλύπτει πως ήταν πρώτος απ’ όλους στον πόλεμο της Τροίας. Ο Αλκίνοος απαντά εκθειάζοντας τις αρετές του λαού του στη ναυσιπλοΐα, το γλέντι και την καλοπέραση.

Ο Δημόδοκος, Αλκίνοος και ο Οδυσσέας

Η ένταση χαλαρώνει κι αρχίζει ο χορός. Στη μέση ο Δημόδοκος τραγουδά το σκωπτικό τραγούδι του σακάτη Ήφαιστου, που έπιασε στο συζυγικό του κρεβάτι την όμορφη Αφροδίτη με τον Άρη και τους κατήγγειλε στους θεούς, εκείνοι όμως τον περιγέλασαν. Δύο γιοι του Αλκίνοου εκτελούν εντυπωσιακές χορευτικές φιγούρες, που προκαλούν τα εγκωμιαστικά σχόλια του Οδυσσέα. Ο Αλκίνοος διαισθάνεται πια πως ο ξένος δεν είναι κάποιος τυχαίος και προτείνει στους άρχοντες των Φαιάκων να του χαρίσουν πολύτιμα δώρα. Ο Ευρύαλος χαρίζει το ξίφος του και τη συγγνώμη του στον ξένο.

Το σούρουπο καταφθάνουν τα δώρα των υπόλοιπων αρχόντων και όλοι επιστρέφουν στο παλάτι. Μετά το λουτρό ο Οδυσσέας συναντά τη Ναυσικά, που τον θαυμάζει. «Να με θυμάσαι. Σε μένα πρώτη οφείλεις τη ζωή σου», του λέει. Εκείνος της υπόσχεται να την τιμά σαν θεά όταν φτάσει στην πατρίδα του. Το γλέντι αρχίζει και ο Δημόδοκος πιάνει τη λύρα. Ο Οδυσσέας τον επαινεί και του ζητά να τραγουδήσει για το δούρειο ίππο. Για δεύτερη φορά ακούει να υμνούν τα κατορθώματά του στην Τροία και πνίγεται στο κλάμα. Ο Αλκίνοος διακόπτει τον αοιδό και αρχίζει τις ερωτήσεις: ποιος είναι, σε ποια πατρίδα να τον οδηγήσει το καράβι των Φαιάκων, σε ποιες χώρες περιπλανήθηκε; Κι ακόμα, γιατί κλαίει κάθε φορά που ακούει για την Τροία; Η ώρα της αλήθειας έχει φτάσει.

Οδυσσέας και Τηλέμαχος, Henri-Lucien Douce

Αλφαβητικός κατάλογος

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License


www.hellenica.de