Γλωσσοδέτης



* Πάθηση του οργάνου της γλώσσας που επιφέρει βραδύτητα ομιλίας και που προέρχεται από σύμφυση του χαλινού της γλώσσας. Θεραπεύεται με μικρή χειρουργική επέμβαση.

* Η ελληνική έκφραση "τον έπιασε γλωσσοδέτης" λέγεται σε περίπτωση τρακ, κατηγορίας ή αποκάλυψη ενοχής.

* Στην ελληνική λαογραφία ο όρος γλωσσοδέτης ή γλωσσολύτης ή και "καθαρογλώσσημα" αποτελεί συνήθως παιδιά κατά την οποία πρέπει κανείς να επαναλάβει ή να επαναλαμβάνει συνεχώς ταχύτερα, λέξεις που μοιάζουν μεταξύ τους, περισσότερο όμως πλαστές, και που καθίστανται έτσι δυσπρόφερτες προκαλώντας τα γέλια με τους αποτυχόντες την ορθή επανάληψη.

Παλαιότερα αποτελούσε και "τεστ" προφορικών εισαγωγικών εξετάσεων στις στρατιωτικές Σχολές.

Παραδείγματα γλωσσοδέτη της ελληνικής λαογραφίας

Δοκιμάστε να πείτε τρεις φορές συνεχόμενες καθένα από τους παρακάτω γλωσσοδέτες:

* Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι' απ' τον ήλιο ξεξασπρότερη, σπάει σε σκύρα ξέξασπρα κι' απ' τον ήλιο ξεξασπρότερα.

* Ο παπάς ο παχής έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχή έφαγες παχιά φακή;

* Μια πάπια, μα ποιά πάπια; Μια πάπια με παπιά.

* Μπάμια μπαμιόμπαμια.

* Κούπα Κουπακόκουπα.

* Ανέβηκα στην τζιτζιριά - στην μιτζιριά - στην τζιτζιμιτζιχοτζιριά

να κόψω τζίτζιρα - μίτζιρα - τζιτζιμιτζιχότζιρα

κι έπεσα από την τζιτζιριά - την μιτζιριά - την τζιτζιμιτζιχοτζιριά

κι έχασα και τα τζίτζιρα - τα μίτζιρα - τα τζιτζιμιτζιχότζιρα.

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>


www.hellenica.de