Στρουθοκάμηλος


Στρουθοκάμηλοι - ΄Αγιος Ιωάννης Μαλούντας – Λευκωσία., Αυγούστα Στυλιανού, ζωγράφος

Στρουθοκάμηλος
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
πρώτο Μειόκαινο ως πρόσφατα
Αρσενική στρουθοκάμηλος Μασάι
(Struthio camelus massaicus)
Κατάσταση οικολογικής προστασίας

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Struthioniformes)
Οικογένεια: Στρουθιονίδες (Struthionidae)
Vigors, 1825
Γένος: Struthio
Linnaeus, 1758
Είδος: S. camelus
Διωνυμικό όνομα
Struthio camelus
Linnaeus, 1758
Κατανομή στρουθοκαμήλων ανά τον κόσμο.
Υποείδη

Δες κείμενο.

Η στρουθοκάμηλος είναι μεγάλο πτηνό, που ανήκει στην οικογένεια Στρουθιονίδες και στην τάξη Στρουθιόμορφα των δρομέων. Υπάγεται στην ομάδα των ατροπιδοφόρων πουλιών, τα οποία στερούνται τρόπιδας στο στέρνο τους και δεν μπορούν να πετάξουν. Είναι συγγενικό είδος με τους δρομείς που έζησαν κατά το Τριτογενές . Πρόκειται για το μεγαλύτερο πουλί που ζει σήμερα στον πλανήτη μας. Ζει σε αγέλες και τρέφεται με σπόρους, φρούτα και έντομα. Εξαιτίας του κυνηγιού της για το φτέρωμά της, παρατηρείται μείωση του πληθυσμού της τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στην Αφρική και στην Αραβική Χερσόνησο. Τα φτερά του πουλιού χρησιμοποιούνται για διακοσμητικούς σκοπούς, ενώ το κρέας και τα αυγά της τρώγονται. Σε πολλές περιοχές του κόσμου, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα υπάρχουν και εκτροφεία στρουθοκαμήλων.

Περιγραφή

Φθάνει σε ύψος τα 2-2,5 μέτρα και ζυγίζει από 50 ως 80 κιλά. Το σώμα της έχει φτέρωμα που είναι γυμνό και το χρώμα του είναι ασπρόμαυρο στα αρσενικά και γκρι στα θηλυκά. Ο λαιμός και το κεφάλι της καλύπτονται από χνούδι. Έχει μικρό κεφάλι σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα της και μεγάλα μάτια με βλεφαρίδες. Το ράμφος της καταλήγει σε ονυχοειδή απόφυση και καλύπτεται από κερατίνη. Τα πόδια της είναι ψηλά, δυνατά και καταλήγουν σε δύο δάκτυλα. Από αυτά, το εξωτερικό δάκτυλο είναι πιο αναπτυγμένο από το εξωτερικό και καταλήγει σε ένα σκληρό νύχι. Στο εμπρόσθιο τμήμα των ταρσών βρίσκονται φολίδες από κερατίνη. Τρέχει πολύ γρήγορα χρησιμοποιώντας τις δυνατές κνήμες της και εξασφαλίζει την ισορροπία στο σώμα της με τις φτερούγες της. Με τον ίδιο τρόπο μειώνει την ταχύτητα και αλλάζει κατεύθυνση. Η ταχύτητά της φθάνει τα 60 χιλιόμετρα την ώρα.

Αναπαραγωγή

Κατά την περίοδο αναπαραγωγής αποχωρίζονται από τις ομάδες και γίνονται μάχες ανάμεσα στα αρσενικά. Η διάρκεια του αναπαραγωγικού κύκλου αρχίζει την άνοιξη και τα ζευγάρια που αποχωρίζονται από την αγέλη συζούν μέχρι το μεγάλωμα των μικρών. Πολλά θηλυκά μαζί ανοίγουν τρύπες στο χώμα και γεννούν ένα αυγό. Η διάρκεια της επώασης είναι γύρω στις 40 ημέρες και το αρσενικό βοηθά στο κλώσημα. Τα μικρά ακολουθούνται από τους γονείς τους τις πρώτες ημέρες από τη γέννησή τους και σύντομα γίνονται ικανά να βρίσκουν την τροφή τους μόνα τους. Έπειτα από τρία χρόνια ενηλικιώνονται.

Ταξινόμηση

Η πρώτη περιγραφή του πτηνού έγινε από τον Κάρολο Λινναίο στο έργο του Systema Naturae με το σημερινό διπλό όνομά της.[2]Η επιστημονική της ονομασία προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις «κάμηλος» και «στρουθίο» και υπονοεί το μακρύ λαιμό της.[3]

Υποείδη

Αναγνωρίζονται πέντε υποείδη σήμερα του γένους στρουθοκάμηλος:

* S. c. australis στη νοτιότερη Αφρική.[4]
* S. c. camelus στη Βόρεια Αφρική. Με μήκος 2,74 μ. Και βάρος 154 κιλά, αποτελεί το μεγαλύτερο υποείδος.[5] Ο λαιμός της είναι κόκκινος, γι’ αυτό πολλές φορές αποκαλείται και «στρουθοκάμηλος με τον κόκκινο λαιμό».
* S. c. massaicus στην Ανατολική Αφρική ή «στρουθοκάμηλος Μασάι». Ο λαιμός της είναι πορτοκαλί.
* S. c. syriacus ή Αραβική Στρουθοκάμηλος. Ζει στη Μέση Ανατολή. Κάποτε ήταν είδος κοινό στη Συρία και στο Ιράκ. Εξαφανίστηκε γύρω στα 1966.
* S. c. molybdophanes ή Σομαλική στρουθοκάμηλος. Ζει στη Σομαλία, στην Αιθιοπία και στη βόρεια Κένυα.Δε ζουν σε αγέλες αλλά σε μοναχικά ζευγάρια.

Βιβλιογραφία

  • Εγκυκλοπαίδεια 2002, εκδ. 1984, τ. 19, σελ. 15.
  • Bezuidenhout, Cornelius Carlos (1999) Studies of the population structure and genetic diversity of domesticated and ‘wild’ ostriches (Struthio camelus). PhD thesis.
  • Bels, Vincent L. (2006). Feeding in Domestic Vertebrates: From Structure to Behaviour. CABI Publishing, 136. ISBN 1845930630.
  • Bibi, Faysal; Shabel, Alan B.; Kraatz, Brian P. & Stidham, Thomas A. (2006): New Fossil Ratite (Aves: Palaeognathae) Eggshell. Discoveries from the Late Miocene Baynunah Formation of the United Arab Emirates, Arabian Peninsula. Palaeontologia Electronica 9 (1): 2A. PDF fulltext
  • Πρότυπο:IUCN2006 Database entry includes justification for why this species is of least concern
  • Cooper, JC (1992). Symbolic and Mythological Animals. Aquarian Press, 170-71. ISBN 1-85538-118-4.
  • Doherty, James G. (1974) Natural History Magazine, March 1974. The American Museum of Natural History; The Wildlife Conservation Society.
  • Fleming, John (1822). The Philosophy of Zoology. The University of California, 258.
  • Freitag, Stefanie & Robinson, Terence J. (1993): Phylogeographic patterns in mitochondrial DNA of the ostrich (Struthio camelus). Auk 110: 614 – 622. PDF fulltext.
  • Folch, A. (1992). Family Struthionidae (Ostrich). Pp. 76-83 in; del Hoyo, J., Elliott, A. & Sargatal, J. eds. Handbook of the Birds of the World, Vol 1, Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona. ISBN 8487334091
  • Fuller, Errol (2000): Extinct Birds (2nd ed.). Oxford University Press, Oxford, New York. ISBN 0-19-850837-9.
  • Gilman, D. C.; Peck, H. T. & Colby, F. M. (1903). The New International Encyclopædia. Dodd, Mead and Company, 497.
  • Halcombe, John Joseph (1872). Mission life, ed. by J.J. Halcombe. Oxford University, 304.
  • Harper, Douglas (2001). Ostrich. Online Etymology Dictionary. Downloaded 2007-10-17.
  • Linnaeus, C (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata. Holmiae. (Laurentii Salvii)., 155. "S. pedibus didactylis".
  • Maclean, Gordon Lindsay (1996). Ecophysiology of Desert Birds. Springer, 26. IBSN 3540592695
  • O'Shea, Michael Vincent; Foster, Ellsworth D.& Locke, George Herbert (1918). The World Book: Organized Knowledge in Story and Picture. Hanson-Roach-Fowler, 4423.
  • Marshall, Alan John (1960). Biology and Comparative Physiology of Birds. Academic Press, 446.
  • Nell, Leon (2003). The Garden Route and Little Karoo. New Holland Publishers, 164. ISBN 1868728560.
  • Roots, Clive (2006). Flightless Birds. Greenwood Press, 26. ISBN 0313335451.
  • Scott, Thomas A. (1996). Concise Encyclopedia Biology. Walter de Gruyter, 1149. ISBN 3110106612.

Εξωτερικές συνδέσεις

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org + LivePedia.gr http://www.livepedia.gr/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>


www.hellenica.de