Διωνυμική ονοματολογία


Στη βιολογία, η διωνυμική ονοματολογία (Λατινικά: binominal = bis (δις) + nomen (όνομα)) είναι η επίσημη μέθοδος ονοματοδοσίας των ειδών. Αφού προτάθηκε η λογική του 'διώνυμου', τα επιστημονικά ονόματα των ειδών σχηματίζονται από το συνδυασμό δύο όρων: το όνομα του γένους και το όνομα του είδους. Στην περίπτωση που υπάρχει και τρίτη λέξη αυτή αποτελεί διευκρίνηση του υποείδους ή της ποικιλίας. Παρόλο που οι τελικές λεπτομέρειες μπορεί να διαφέρουν, υπάρχουν αδιαφιλονίκητες απόψεις που έχουν υιοθετηθεί διεθνώς:

* Τα επιστημονικά ονόματα γράφονται συνήθως με πλάγια γραμματοσειρά, π.χ. Homo sapiens. Όταν είναι γραμμένα χειρόγραφα πρέπει να είναι υπογραμμισμένο.
* Το πρώτο γράμμα του πρώτου όρου, δηλαδή του ονόματος του γένους, είναι πάντα κεφαλαίο ενώ ο δεύτερος όρος, το όνομα του είδους δηλαδή, γράφεται πάντα με πεζά. Παραδείγματα: Canis lupus (λύκος), Felis silvestris (αγριόγατα).
* Το επιστημονικό όνομα πρέπει να γράφεται ολοκληρωμένο όταν αναφέρεται για πρώτη φορά σε κάποια αναφορά, στην οποία μπορεί να αναγράφονται πολλά διαφορετικά είδη του ίδιου γένους. Στη συνέχεια μπορεί να αναφέρεται μόνο το πρώτο γράμμα του γένους και να το ακολουθεί μια τελεία. Για παράδειγμα το Canis lupus μπορεί να γίνει C. lupus. Σε σπάνιες περιπτώσεις η μορφή αυτής της συντομογραφίας οδηγεί σε πιο γενική (κοινή) χρήση, για παράδειγμα το βακτήριο Escherichia coli συχνά αναφέρεται απλώς ως E. coli.
* Η συντομογραφία "sp." (ή "spec.") χρησιμοποιείται όταν το πραγματικό όνομα του είδους είναι άγνωστο: για παράδειγμα το Canis sp. δηλώνει "ένα είδος του γένους Canis". Η συντομογραφία "spp." (πληθυντικός) υποδηλώνει "αρκετά άγνωστα είδη" (ή μπορεί να εννοεί πολλά είδη του συγκεκριμένου γένους, χωρίς να χρειάζεται να αναφερθούν αναλυτικά στη συγκεκριμένη αναφορά).
Ιστορία

Η υιοθέτηση του συστήματος της διωνυμικής ονοματολογίας οφείλεται στον Λινναίο που περιέγραψε το συνολικό γνωστό φυσικό κόσμο και έδωσε σε κάθε είδος (ανόργανης ύλης, φυτού ή ζώου) μια διώνυμη ονομασία. Ωστόσο, η διώνυμη ονοματοδοσία σε διάφορες μορφές υπήρχε και πριν τον Λινναίο, και χρησιμοποιούταν απο τον Bauhin, που έζησε περίπου διακόσια χρόνια πριν τον Λινναίο. Πριν τον Λινναίο ήταν δύσκολο να χρησιμοποιήσει ο καθένας τη διώνυμη ονοματοδοσία. Μετά το Λινναίο, την χρησιμοποιούν σχεδόν όλοι.

Η αξία της διωνυμικής ονοματοδοσίας

Η αξία του συστήματος της διωνυμικής ονοματοδοσίας αντλείται κυρίως απο την οικονομία της και την εκτεταμένη χρήση της:

* κάθε είδος μπορεί να αναγνωριστεί αναμφίβολα απο δύο απλώς λέξεις
* το ίδιο όνομα χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις γλώσσες, αποφεύγοντας τις δυσκολίες των μεταφράσεων

Η διαδικασία που συνδέεται με την ίδρυση της διωνυμικής ονοματολογίας τείνει να γίνει υποχρεωτική. Συγκεκριμένα, όταν τα είδη μετακινούνται μεταξύ γενών (ως αποτέλεσμα των νέων γνώσεων και ανακαλύψεων), αν είναι δυνατόν το όνομα του είδους (δηλαδή το δεύτερο συνθετικό του διωνύμου) παραμένει το ίδιο. Παρομοίως, αν αυτά που κάποτε θεωρούνταν διάκριτα είδη υποβιβάζονται σε κατώτερη ιεράρχηση, τα προηγούμενα ονόματά τους επιτρέπεται να διατηρηθούν για να περιγράφουν την συνολική τους ομάδα.

Κώδικες ονοματοδοσίας

Από τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε να εμφανίζεται η ανάγκη της δημιουργίας μιας σειράς κανόνων που θα ελέγχουν τα επιστημονικά ονόματα. Στην πορεία του χρόνου αυτό εξελίχθηκε σε Κώδικες ονοματολογίας, ελέγχοντας την ονομασία των ζώων (ICZN), των φυτών (περιλαμβανομένων των μυκήτων, των κυανοβακτηριδίων) (ICBN), των βακτηρίων (ICNB) και των ιών.

Αυτοί οι κώδικες διαφέρουν.

* Για παράδειγμα, ο ICBN, ο Κώδικας των φυτών δεν επιτρέπει την ταυτωνυμία, ενώ ο ICZN, ο Κώδικας των ζώων επιτρέπει τα ταυτώνυμα.
* Τα σημεία εκκίνησης, ο χρόνος δηλαδή που ξεκίνησαν να εφαρμόζονται αυτοί οι "Κώδικες" διαφέρουν απο ομάδα σε ομάδα. Στην βοτανική το σημείο έναρξης είναι συνήθως το 1753, στην ζωολογία το 1758. Η Βακτηριολογία ξεκίνησε εκ νέου, με σημείο έναρξης το 1980[1]).

Ένας Βιοκώδικας έχει προταθεί για να αντικαταστήσει διάφορους κώδικες, αν και η υλοποίησή του δεν πρόκειται να γίνει στο εγγύς μέλλον. Υπάρχει επίσης διαμάχη σχετικά με την ανάπτυξη ενός Φυλοκώδικα (Phylocode) για να ονομαστούν κλάδοι φυλογενετικών δένδρων παρά τα taxa. Υποστηρικτές του Φυλοκώδικα χρησιμοποιούν την ονομασία "Κώδικες του Λινναίου" για τους συνυπάρχοντες Κώδικες και την Ταξονομία του Λινναίου οι οποίοι χρησιμοποιούνται για επιστημονική ταξινόμηση.

Ευστάθεια

Οι υπάρχοντες κώδικες ονοματοδοσίας στοχεύουν (επιτυχώς) στην ευστάθεια των ονομάτων. Ωστόσο, η ευστάθεια που εξσφαλίζεται δεν είναι απόλυτη. Ένας μόνο οργανισμός μπορεί να έχει διάφορα επιστημονικά ονόματα, ένα για κάθε διαφορετική ταξινομική άποψη. Μία άλλη πηγή αστάθειας είναι η ανάσυρση ξεχασμένων ονομάτων τα οποία διατείνονται προτεραιότητα στη δημοσίευση. Στην τελευταία περίπτωση, η συντήρηση είναι δυνατή σύμφωνα με τους κώδικες ονοματοδοσίας.

Προέλευση ονομάτων

Το όνομα του γένους και του είδους μπορεί να προέρχεται απο διάφορες πηγές. Συχνά είναι λατινικές λέξεις, όμως μπορεί να είναι και αρχαίες ελληνικές λέξεις, επίσης μπορεί να είναι λέξεις που καθορίζουν κάποιο τόπο ή ένα όνομα ατόμου (συνήθως κάποιου βιολόγου - βοτανολόγου) ή ακόμα και λέξεις τοπικής γλώσσας, κ.λ.π. Στην πραγματικότητα οι υπεύθυνοι της ταξινόμησης εφευρίσκουν περιγραφικούς όρους που μπορεί να προέρχονται ακόμα και από σχετικά αστεία ή λογοπαίγνια.

Ωστόσο, τα ονόματα αντιμετωπίζονται πάντα γραμματικά, σαν να ήταν δηλαδή μία λατινική πρόταση. Για το λόγο αυτό, το όνομα ενός είδους καλείται συχνά και λατινική ονομασία, αν και μεταξύ των βιολόγων προτιμάται ο όρος επιστημονική ονομασία.

Τέλος, υπάρχει ένας ξεχωριστός κατάλογος λατινικών και αρχαίων ελληνικών ονομάτων που χρησιμοποιούνται στην συστηματική ταξινόμηση

Επεκτάσεις της διωνυμικής ονοματοδοσίας

Τριωνυμική ονοματοδοσία των ζώων

Στη ζωολογία, για ένα είδος ζώου μπορεί να χρησιμοποιείται η τριωνυμική ονοματοδοσία για να δηλώσει το υποείδος (πολλές φορές ονομάζεται ράτσα), π.χ. ο Κορμοράνος (Phalacrocorax carbo) που υπάρχει στη Νέα Ζηλανδία διαφέρει ελαφρά απο τους υπόλοιπους κορμοράνους, και ταξινομείται σαν υποείδος Phalacrocorax carbo novaehollandiae. Στη Ζωολογία το μόνο επίπεδο κάτω από το επίπεδο του είδους που χρησιμοποιείται είναι το επίπεδο του υποείδους, έτσι δεν απαιτείται η χρήση κάποιας ένδειξης του επιπέδου. Η χρήση δεύτερου επιθέτου αρκεί για να δείξει ότι πρόκειται για υποείδος.

Βοτανικές υποδιαιρέσεις των ειδών

Στη βοτανική, υπάρχουν αρκετές υποδιαιρέσεις κάτω απο το είδος, όπως το υποείδος, η ποικιλία, και το form. Σε αντίθεση με τη ζωολογία, όπου υπάρχει μόνο μία υποδιαίρεση (υποείδος) κάτω απο το είδος. Έτσι τα περιλαμβανόμενα ονόματα των φυτών πρέπει να συνοδεύονται απο ένα δείκτη (όπως είναι το "subsp.") για να δηλώσουν την ταξινόμησή τους, σε αντίθεση με τα τριώνυμα ονόματα των ζώων που δε χρειάζονται κάτι ανάλογο. Για παράδειγμα:

* Pinus nigra subsp. salzmannii
* Pinus nigra var. caramanica

Ένα ενδιάμεσο υβρίδιο χαρακτηρίζεται με το σύμβολο του πολλαπλασιασμού πριν το επίθετο, π.χ. Dianthus × allwoodii (Dianthus caryophyllus × Dianthus plumarius). An intergeneric cross is designated by a multiplication sign before the generic name, π.χ. × Heucherella tirelloides (Heuchera sanguinea × Tiarella cordifolia) [2]. Όταν το σύμβοπλο του πολλαπλασιασμού δεν είναι διαθέσιμο (σε μια γραφομηχανή ή σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή), τότε χρησιμοποιείται το πεζό γράμμα "x" για να δηλώσει το υβρίδιο.

Πατρότητα (authorship) επιστημονικών ονομάτων

Πολλές φορές μπορέι να παρατηρήσετε ένα όνομα ή μια συντομογραφία ενός ονόματος να ακολουθεί ένα επιστημονικό όνομα και καμιά φορά μια χρονολογία. Μια πλήρης αναφορά σε κάποιο είδος δεν περιλαμβάνει μόνο το διώνυμο όνομα, αλλά και το όνομα του επιστήμονα που περιέγραψε για πρώτη φορά το είδος και του έδωσε όνομα. Ενώ το επιστημονικό όνομα γράφεται πλαγίως, η αναφορά στο όνομα του επιστήμονα γράφεται κανονικά. Αυτή η προσθήκη της πατρότητας του ονόματος (authorship) αναφέρεται συνήθως μόνο μια φορά σε κάποιο άρθρο ή αναφορά. Οι κανόνες για την αναφορά του author διαφέρουν κάπως μεταξύ της βοτανικής και της ζωολογίας, και κατευθύνονται απο τον Διεθνή Κώδικα Βοτανικής Ονοματοδοσίας (International Code of Botanical Nomenclature) και τον Διεθνή Κώδικα Ζωολογικής Ονοματοδοσίας (International Code of Zoological Nomenclature) αντιστοίχως.

Βοτανική Παράθεση του Author

Το όνομα ή τα ονόματα των authors των φυτών συντομογράφονται σε ένα προτυποποιημένο ευρετήριο ονομάτων των author από τον Βασιλικό Βοτανικό Κήπο στο Κιου της Αγγλίας. Η ημερομηνία δημοσίευσης δεν αναφέρεται σε σύντομες παραθέσεις. Οι αναγνωρισμένες συντομογραφίες μπορούν να βρεθούν στο Διεθνές Ευρετήριο Ονομάτων Φυτών.

Για παράδειγμα, στη Pinus sylvestris L., η συντομογραφία "L." αναφέρεται στον Λινναίο· στην Pinus koraiensis Siebold & Zucc., το Siebold αναφέρεται στον Philipp Franz von Siebold και το Zucc. αποδίδεται στον co-author Joseph Gerhard Zuccarini.

Μερικές φορές, όταν ένα είδος μεταφερθεί σε διαφορετικό γένος, το όνομα του αρχικού author τοποθετείται σε παρένθεση και το του υπεύθυνου για την μετακίνηση επιστήμονα επισυνάπτεται. Για παράδειγμα, η σεκόγια περιγράφηκε αρχικά απο τον David Don, σαν Taxodium sempervirens D. Don. Στη συνέχεια, ο Stephan Ladislaus Endlicher παρατήρησε ότι ήταν ανόμοιο με τα υπόλοιπα είδη του γένους Taxodium, και το μετέφερε σε νέο γένος, δημοσιεύοντας το συνδυασμό Sequoia sempervirens (D. Don) Endl.

Σε άρθρα που αφορούν τη λεπτομερή λίστα ή την ταξινομία ενός φυτού, παρουσιάζεται η ημερομηνία και ο τόπος δημοσίευσης associated with the authorship, όμως αυτή η πρακτική σπανίζει σε εγκυκλοπαίδειες ή άλλες μη-ταξινομικές εργασίες. Στο προηγούμενο παράδειγμα η πλήρης αναφορά είναι Sequoia sempervirens (D. Don) Endl., Syn. Conif. 198 (1847), παραπέμποντας στη σελίδα 198 του Synopsis Coniferarum του Endlicher, που δημοσιεύτηκε το 1847.

Ζωολογική Παράθεση του Author

Το όνομα ή τα ονόματα των authors των ζώων έχουν το επίθετο τους δοσμένο ολόκληρο, όχι συντομογραφικά, ενώ τα μικρά ονόματα τους δεν περιλαμβάνονται. Εξαίρεση έχουμε όταν δύο οι authors μοιράζονται το ίδιο επίθετο, οπότε δίνονται τα αρχικά των μικρών τους ονομάτων. Άναφέρεται επίσης η ημερομηνία της πρώτης δημοσίευσης, με ένα κόμμα ανάμεσα στον author και την ημερομηνία.

Για παράδειγμα, η φάλαινα μυστακοκήτος (Balaena mysticetus, αγγλικά: bowhead whale) περιγράφηκε και ονομάστηκε απο τον Κάρολο Λινναίο στην εργασία του Systema Naturae που δημοσιεύτηκε το 1758, οπότε αναφέρεται ως Balaena mysticetus Linnaeus, 1758.

Αν ένα είδος μεταφερθεί αργότερα σε ένα διαφορετικό γένος, ο αρχικός author και ημερομηνία γράφονται μέσα σε παρενθέσεις, όμως ο author που το επανεξέτασε καθώς και η ημερομηνία επανεξέτασης δεν αναφέρονται. Για παράδειγμα, η ασπρομέτωπη χήνα (αγγλικά: Greater White-fronted Goose) περιγράφηκε αρχικά απο τον Giovanni Antonio Scopoli, με το όνομα Branta albifrons Scopoli, 1769. Αργότερα παρατηρήθηκε ότι έχει περισσότερες ομοιότητες με την σταχτόχηνα του γένους Anser παρά με την μαύρη χήνα του γένους Branta, οπότε μεταφέρθηκε σε αυτό το γένος και πλέον αναφέρεται ως Anser albifrons (Scopoli, 1769).

Εδώ, επίσης, σε επίσημες δημοσιεύσεις, μία πλήρη παράθεση δίνεται, παραθέτοντας το αρχικό όνομα και δημοσίευση, σε αυτήν την περίπτωση ως Branta albifrons Scopoli, 1769, Annus I Hist.-Nat. 69.

Υποσημειώσεις

1. ^ Ο βοτανικός κώδικας κρατούσε αναφορές σε βακτήρια από το 1975. Ο βακτηριδιολογικός κώδικας ονοματοδοσίας εγκρίθηκε στο 4ο Διεθνές Συνέδριο για τη Μικροβιολογία το 1947, αλλά απορρίθφηκε ααργότερα. Η επίσημη "Εναρκτήρια Ημερομηνία Ονοματοδοσίας" για τον τρέχοντα Διεθνή Κώδικα για τα βακτήρια είναι η 1 Ιανουρίου 1980.
2. ^ Η Γλώσσα της Φυτοκομίας (αγγλικά)

Δείτε επίσης

* Εξελικτικό δένδρο
* Υποείδος
* Taxon
* Συστηματική ταξινόμηση
* Ταξινομία του Λινναίου
* Συστηματική

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org + LivePedia.gr http://www.livepedia.gr/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

<@=@=@>


www.hellenica.de